Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

ΑΠΟΨΗ βιβλιου για το «Ουίσκι μπλε» της Τέσυ Μπάιλα με την ματία της Elena Macriyianni Vryonidou

Πριν λίγες μέρες είχα την τύχη να κερδίσω το «Ουίσκι μπλε» της Τέσυ Μπάιλα κατά τη διάρκεια κλήρωσης στην on line συνέντευξη στο βιβλίο της παρέας. Ο τίτλος ξεχωριστός, το εξώφυλλο μοναδικό. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες εντυπωσιάστηκα από την ξεχωριστή γραφή της συγγραφέως που πρώτη φορά έτυχε να διαβάσω. Εικόνες και συναισθήματα πλημμύρισαν την ψυχή μου και ταξίδεψα και εγώ μαζί με τα κύματα της θάλασσας σε κόσμους αλλιώτικα πονεμένους. Μύρισα αρώματα, γνώρισα νοοτροπίες, θαύμασα τοπία, συνειδητοποίησα ότι αυτοί οι αόρατοι δεσμοί αγάπης που ενώνουν τους ανθρώπους, δεν αλλάζουν ποτέ, όσες δυσκολίες και αν βρεθούν και όσα χρόνια και αν περάσουν. Πόνεσα με τη φτώχεια, τη θλίψη, τη μοναξιά, τα βάσανα, τη φριχτή ζωή, την ξενιτιά, τον σκληρό αγώνα για επιβίωση. Η ασφυκτική και βαριά ατμόσφαιρα του ανθρακωρυχείου, τα κάρβουνα και το μαύρο πλάκωσαν την ψυχή μου. Η μυρωδιά της απελπισίας, ο άνισος αγώνας του μετανάστη ανθρακωρύχου χρόνια πριν όταν οι Έλληνες κατέφευγαν στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον με συγκλόνισε. Τι ειρωνεία, κάτι παρόμοιο ζει η Ελλάδα και ολόκληρη η ανθρωπότητα σήμερα. Το "φυλακτό τραγούδι", το "σημάδι της θάλασσας", ο ήχος της φυσαρμόνικας χαράχτηκαν στο μυαλό μου. Πόσος πόνος, θλίψη και μοναξιά! Και μέσα σε όλα αυτά η ευαίσθητη ψυχή του Μιχάλη που λαχταρούσε να πάρει δώρο μια εσάρπα στη μάνα του, ίδια με αυτήν που χρόνια πριν, τις ευτυχισμένες μέρες της ζωής τους, της είχε χαρίσει ο πατέρας του. Η συγγραφέας πιστεύει στην δύναμη του ανθρώπου και στην ελληνική ψυχή που είναι αλλιώς μαθημένη, μαθημένη στο φως και αυτή η ψυχή έρχεται να δώσει μια νότα αισιοδοξίας, που ανθίζει βλέποντας παρτέρια με λουλούδια, φωτεινά ακρογιάλια και καταγάλανους ουρανούς. Θα τολμούσα να πω χωρίς υπερβολή ότι το «Ουίσκι μπλε» είναι ένα από τα ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ.
Απόσπασμα σελ. 347 Ότι είχε απομείνει από τον Αρτέμη ήταν απλώς μια υπενθύμιση αυτού που κάποτε είχε υπάρξει. Ένα ερείπιο του εαυτού του. Τίποτα επάνω του δε θύμιζε πια τον Αρτέμη της Σαντορίνης. Κάπου κάπου μια ξεχασμένη σκιά τόνιζε ευκρινώς τα γαλάζια του μάτια δίνοντας μια οικειότητα στο πρόσωπο, αλλά και πάλι, το σβησμένο αυτό βλέμμα, το σταματημένο χαμόγελο στα φθαρμένα του χείλη, η κάτισχνη μορφή του δεν αρκούσαν για να σιγουρευτεί κανείς για όλα όσα η απώλεια είχε προσθέσει πάνω του.
Απόσπασμα σελ. 324 Μοιάζει να έχει μια γοητεία η αποτυπωμένη πάνω στα κτίρια προσπάθεια των ανθρώπων για επιβίωση. Και μπορεί να ιχνηλατείται επάνω τους ο πολεμικός όλεθρος, όμως ένας μισοσπασμένος ντενεκές με ένα κατακόκκινο γεράνι ξαφνικά ξεπετάγεται σε κάποιο φθαρμένο παράθυρο και θυμίζει ότι όλα τα άσχημα κάποια στιγμή τελειώνουν και η ζωή βρίσκει τον τρόπο να αρχίσει και πάλι από την αρχή.
 Elena Macriyianni Vryonidou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου