ΤΑ ΜΕΛΗ ΜΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΠΟΨΗ για το βιβλίο «Όσα οι ψυχές δεν λησμονούν» της Δήμητρας Παναρίτη, εκδοσεις ΠΝΟΗ, με την ματιά της Φλώρα Ματέ



Ένα βιβλίο πολύ όμορφο και πολύ καλογραμμένο, για όσους δεν αρκούνται στην επιφάνεια και κάνουν αγώνα να γνωρίσουν την εσωτερική πλευρά του εαυτού τους.
Γράφει στο οπισθόφυλλο: «Ο Πέτρος Αποστόλου, επίκουρος καθηγητής Αστροφυσικής, μέσα από την πραγματικότητα της ωμής βίας που στιγμάτισε την παιδική του ψυχή, ήρθε σε σύγκρουση με τα συναισθήματά του και κατάφερε να γνωρίσει καλύτερα τη βαθύτερη πλευρά του εαυτού του. Τα γεγονότα που τον συγκλόνισαν στην παιδική ηλικία τον βρήκαν απροετοίμαστο, με την ψυχή να αιμορραγεί. Η νέα ζωή μετά τις απώλειες τού υποσχόταν δυνατές συγκινήσεις και αλλαγές που θα οδηγούσαν σε αναζητήσεις και θα δοκίμαζαν τα όριά του. Ο δρόμος του δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά γεμάτος με αγκάθια. Εκείνος είχε χρέος να τα απομακρύνει και ν’ ανακαλύψει τον ανώτερο εαυτό του και την αλήθεια του υλικού κόσμου που θα μοιραζόταν και με τις υπόλοιπες ψυχές.
Γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που γεννήθηκαν για να είναι ξεχωριστοί. Όσα δεν ξέχασαν τους έκαναν πιο δυνατούς. Είναι γεννημένοι για ν’ ανάβουν τη σπίθα της ελπίδας όταν τρεμοσβήνει από τις δοκιμασίες, και να ζουν ελεύθεροι».
Το βιβλίο ξεκινά από ένα ατύχημα που γίνεται στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2011. Μετά από αυτό γίνεται η αναδρομή για να εξηγηθούν, τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτό το ατύχημα. Έτσι μεταφερόμαστε σ ένα χωριό της Θεσσαλίας το 1973 όπου επικρατούσε ο φόβος, αφού ακόμη κυβερνούσε η χούντα και ο χωροφύλακας, ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Εκεί λοιπόν ξεκινά η ιστορία, καθώς οι κάτοικοι περιμένουν την άφιξη του νέου δασκάλου, αφού ο παλιός έχει πάει εξορία στην Γυάρο για τις ιδέες του. Για να καταλάβουμε τις ιδέες του δασκάλου, διαβάζουμε την συμβουλή του, σ’ ένα μαθητή τον Χρήστο, στην σελίδα 14: «Μη χαραμιστείς εδώ στο χωριό. Να διαβάζεις. Παιδιά σαν εσένα σπανίζουν. Τα βιβλία είναι πνευματική τροφή, συμπληρώνουν και εμπλουτίζουν τις σχολικές γνώσεις».
Όμως και ο νέος δάσκαλος ο Μανώλης, που έρχεται στο χωριό, με τον γιο του τον Πέτρο, ένα εντεκάχρονο μαθητή, έχει υψηλά ιδεώδη. Διαβάζουμε στην σελίδα 23: «Για χάρη του γιου του έπρεπε να συμμορφωθεί στις υποδείξεις, αλλιώς θα είχε μπελάδες. Αυτό ήταν κάτι που τον έπνιγε. Δεν μπορούσε να σιωπά και να σκύβει το κεφάλι στην πατριδοκαπηλική δημαγωγία της δικτατορίας. Ήξερε ότι η χούντα εξυπηρετούσε ξένα συμφέροντα και τις προσωπικές φιλοδοξίες των συνταγματαρχών που με το “αποφασίζουμε και διατάζουμε” ήθελαν να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους και τη δίψα τους για εξουσία. Στο παρελθόν είχαν γίνει κι άλλες πολεμικές συγκρούσεις στο όνομα του έθνους, αλλά από πραγματικούς ήρωες που αγωνίζονταν με ελεύθερο πνεύμα να σώσουν τον τόπο τους: “Η ελευθερία δεν δωρίζεται, κατακτιέται”. Η επανάσταση είναι καρπός της πίστης σε ιδανικά και πνευματικές αξίες. Η φλόγα και ο πόθος για την ελευθερία οδηγεί στην αναγέννηση, στην πρόοδο, στην αξιοπρέπεια και στην ευτυχία της ανθρώπινης ύπαρξης».
Ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιο» είχε γράψει: «Η ευδαιμονία στηρίζεται στην ελευθερία, η δε ελευθερία θεμελιώνεται πάνω στη γενναιοψυχία». Η χούντα είχε καταφέρει να ταπεινώσει την έννοια της ελευθερίας, το αναφαίρετο δηλαδή δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να ενεργεί χωρίς περιορισμούς, σεβόμενος παράλληλα τα δικαιώματα των άλλων. Άραγε ο δάσκαλος, ο μαχητής του πνεύματος, της αλήθειας και της ελευθερίας, θα μπορούσε να πάει κόντρα στα ιδανικά του;»
Πολλά τραγικά γεγονότα συμβαίνουν, που αλλάζουν τις ζωές, των κατοίκων του χωριού, καθώς περνά ο καιρός και έρχεται η μέρα που έφυγε η χούντα. Ο παλιός δάσκαλος επιστρέφει και ο Μανώλης με τον γιο του φεύγει για την Αθήνα.
Σε μια επίσκεψη του Μανώλη και του Πέτρου μετά από ένα χρόνο στο χωριό, βρίσκουμε τον Πέτρο στο πεζούλι του πέτρινου σπιτιού που έμεναν όταν ήταν εκεί ν αναπολεί στην σελίδα 59: «Φαίνεται πως ο δάσκαλος του χωριού μένει αλλού τώρα» μονολόγησε και κάθισε στο πεζούλι. Με φόντο τον κήπο, που παρέμενε όμορφος όλες τις εποχές, θυμήθηκε όλες τις όμορφες και άσχημες στιγμές που είχε ζήσει. Ακόμα και το φθινόπωρο που τα ξερά και κίτρινα φύλλα σκέπαζαν την επιφάνειά του, είχε τη μαγεία του. Ήξερε πως θ ακολουθήσει η αναγέννηση και το ξερό τοπίο θα έδινε τη θέση του στο πράσινο. Κάπως έτσι υπέθεσε ότι είναι και η ζωή. Κάτι που τελειώνει και πονά δίνει τη σκυτάλη σε κάτι νέο που θα έρθει και θα δώσει χαρά. Όπως οι εποχές κάνουν κύκλο γύρω από τον χρόνο, έτσι και τα συναισθήματα εναλλάσσονται. Συνειδητοποίησε πως αυτή η αέναη ενέργεια που περικλείει τον κόσμο δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος».
Επίσης διαβάζουμε την συζήτηση του Μανώλη με τον Πέτρο, καθώς επιστρέφουν στην Αθήνα, μετά την επίσκεψη στο χωριό όπου έμαθαν πολλά για τους πρωταγωνιστές των τραγικών γεγονότων της προηγούμενης χρονιάς, όταν ήταν και οι ίδιοι εκεί, στην σελίδα 63: «Τι σκέπτεσαι, μπαμπά; Δεν μιλάς καθόλου».
«Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι είναι τα πιο περίεργα όντα αυτού του κόσμου» είπε κι έστριψε το τιμόνι απότομα για ν αποφύγει μια λακκούβα.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Με ευκολία παρουσιάζουν ένα διαφορετικό πρόσωπο απ’ αυτό που έχουν στην πραγματικότητα, αλλά με δυσκολία μπορεί κάποιος να διακρίνει τι κρύβουν κάτω από τη μάσκα. Το ταλέντο της υποκρισίας των ανθρώπων με τρομάζει».
«Άρα σε τρομάζει και η κυρία Δωροθέα;»
«Η κυρία Δωροθέα είναι ηθοποιός και υποδύεται ρόλους. Δεν παριστάνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι».
«Και πώς το ξέρεις;»
«Έτσι φαντάζομαι από το λίγο που τη γνωρίζω».
Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και άνθρωποι που μεγαλουργούσαν με τις παράνομες πράξεις τους, έρχονται να πληρώσουν για ό,τι κακό έχουν κάνει. Έτσι βρίσκουμε τον Πέτρο επιστήμονα πια να συζητά, μ’ ένα νέο παιδί, τον Τόνυ, που παίζει σπουδαίο ρόλο στις εξελίξεις της ιστορίας, στην σελίδα 203: «Ήταν πολύ γενναίο αυτό που έκανες. Ήθελε κότσια. Μακάρι κι εγώ όταν ήμουν μικρός να μη φοβόμουν και είχα το θάρρος σου».
«Πέτρο, αν αναλογιστείς όλη την ιστορία από την αρχή θα δεις πως δεν θα άλλαζε κάτι αν είχες μιλήσει τότε. Οι ένοχοι κάποια στιγμή πληρώνουν, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με τις πράξεις τους. Μέσα στο έργο της ζωής όλοι έχουν ένα ρόλο. Για να εξελιχθεί μια ιστορία χρειάζεται πλοκή, δράση και μόνο στο φινάλε της αντιλαμβάνεσαι τι εξυπηρετεί ο κάθε ρόλος».
Πολύ μ’ αρέσεις Τόνυ. Δεν φαντάζεσαι από πόσα με λύτρωσες. Τελικά εσείς οι νέοι είστε πιο σοφοί απ’ όλους εμάς που νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα».
«Η σοφία έχει να κάνει περισσότερο με την γνώση παρά με την ηλικία. Και εννοώ κυρίως την κοινωνική γνώση που προκύπτει από την παρατήρηση. Θα σου έχει τύχει πολλές φορές, φαντάζομαι, να συναντήσεις ανθρώπους με πτυχία που δεν έχουν ιδέα από τη ζωή, και ανθρώπους του Δημοτικού που οι εμπειρίες της ζωής τούς έκαναν σοφούς. Επίσης μην υποτιμάμε τη σοφία που κρύβουν τα παιδιά και που ξεπερνά πολλές φορές ακόμα κι αυτή των ενηλίκων».
«Έχεις δίκιο. Εξάλλου παιδί είμαι κι εγώ. Ούτε τα σαράντα δεν έχω κλείσει ακόμα» είπε χαριτολογώντας και ξέσπασαν σε γέλια».
Καθώς προχωρά η πλοκή της ιστορίας βλέπουμε την Μυρτώ, μια δημοσιογράφο, που προσπαθεί να αφυπνίσει τους ανθρώπους μέσω της εκπομπής της εν μέσω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την Ελλάδα. Έτσι διαβάζουμε στην σελίδα 245: «Σε μια εποχή όπου ο κοινωνικός ιστός είχε καταρρεύσει και είχε συμπαρασύρει στην χρεοκοπία τις παραδοσιακές παραγωγικές μονάδες, η Μυρτώ προσπαθούσε μέσω της εκπομπής της να αφυπνίσει τις συνειδήσεις ώστε ν αναπτυχθούν μεταξύ των πολιτών δεσμοί αλληλεγγύης. Η κοινωνική αποξένωση και οι συνθήκες που επικρατούσαν ευνοούσαν τη βία, την αυτοδικία και την εγκληματικότητα, αφού οι νόμοι δεν έβρισκαν εφαρμογή. Ο αυτοπροσδιορισμός στη σχετική ασφάλεια της κατοικίας ήταν φαινόμενο που συνεχώς αυξανόταν. Οι πόλεις, που οι άνθρωποι κάποτε αγάπησαν, είχαν γίνει οι πόλεις που φοβούνταν». Και συνεχίζει στην σελίδα 246: «Οι δημοσιογράφοι καλούνταν όχι απλώς να παρουσιάσουν ένα γεγονός αλλά να υιοθετήσουν κριτική στάση. Το έγκλημα αποτελούσε κύρια είδηση των μέσων επικοινωνίας και η προβολή του αύξανε τα ποσοστά τηλεθέασης και κατ επέκταση διαμόρφωνε την τηλεοπτική αγορά. Η δημοσιογραφική δεοντολογία δεν πετύχαινε τον στόχο να ασκεί πίεση στην πολιτεία για τη λήψη δραστικών μέτρων από φορείς του κοινωνικού ελέγχου.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης καθόριζαν ποια γεγονότα ήταν σημαντικά και παράλληλα υποδείκνυαν τον τρόπο βάσει του οποίου θα γίνονταν αντιληπτά. Η Μυρτώ αγωνιζόταν με σθένος να μη γίνει μέρος ενός συστήματος που εξυπηρετούσε τις κυρίαρχες τάξεις. Η αμεροληψία και η άρνησή της να υπηρετεί τις ομάδες των καπιταλιστών οι οποίοι διατηρούσαν την οικονομική και πολιτική εξουσία, την είχε φέρει αντιμέτωπη με την οργή του Απέργη. Η γραμμή του καναλιού ήταν συγκεκριμένη, κι εκείνη ήταν η μόνη που έκανε του κεφαλιού της, με αποτέλεσμα να δέχεται απειλές τόσο από τον Απέργη όσο και από άλλους παράγοντες. Αυτός είχε εξαντλήσει μαζί της όλα τα περιθώρια υπομονής που διέθετε, ώσπου δεν άντεξε μια μέρα και ξέσπασε.
«Μυρτώ, πρέπει επιτέλους να σταματήσεις να ξεσηκώνεις τον κόσμο με τις εκπομπές σου και να υπονομεύεις τα συμφέροντά μας. Γιατί το κάνεις αυτό παιδί μου; Σου έχω προσφέρει τα πάντα και συμπεριφέρεσαι σαν να μισείς εμένα και την μάνα σου. Για πόσο θα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση;»
«Κάνω απλώς τη δουλειά μου. Καταγράφω την πραγματικότητα και την παρουσιάζω στο κοινό όπως είναι».
Άνθρωποι που μένουν και κινούνται σε διαφορετικούς χώρους, συνδέονται με αριστοτεχνικό τρόπο από την συγγραφέα, όπως ένας μαέστρος κινεί και κατευθύνει τα όργανα της ορχήστρας, ώστε να βγει μία εξαιρετική μελωδία. Και βέβαια η συγγραφέας κεντά περίτεχνα, αυτή την εξαιρετική ιστορία σαν κέντημα, αλλά περνά και πολλά μηνύματα. Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, που όμως είναι γραμμένο με μαεστρία και έτσι όχι μόνο δεν κουράζει προσπαθώντας να θυμηθείς την σύνδεση που έχουν όλοι οι συμμετέχοντες, αλλά σε καθηλώνει και δεν θες να το αφήσεις από τα χέρια σου, εάν δεν φτάσεις στο τέλος, για να δεις τι θα γίνει.
Αν και είναι το πρώτο συγγραφικό έργο, της Δήμητρας Παναρίτη, μπορώ να πω, ότι είναι καλογραμμένο, ότι έχει ενδιαφέρουσα πλοκή και πολλά μηνύματα, που σημαίνει πως έχει να μας δώσει πολλά αξιόλογα έργα στο μέλλον, γιατί όπως φαίνεται ήλθε για να μείνει στο λογοτεχνικό στερέωμα. Πιστεύω πως έγραψε ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί απ’ όλους, διότι ο καθένας έχει να εισπράξει μόνο θετικά στοιχεία.
Πάντα επιτυχίες!!!



Οπισθόφυλλο

Ο Πέτρος Αποστόλου, επίκουρος καθηγητής Αστροφυσικής, μέσα από την πραγματικότητα της ωμής βίας που στιγμάτισε την παιδική του ψυχή, ήρθε σε σύγκρουση με τα  συναισθήματά του και κατάφερε να γνωρίσει καλύτερα τη βαθύτερη πλευρά του εαυτού του.
Τα γεγονότα που τον συγκλόνισαν στην παιδική ηλικία τον βρήκαν απροετοίμαστο, με την ψυχή να αιμορραγεί. Η νέα ζωή μετά τις απώλειες τού υποσχόταν δυνατές συγκινήσεις και αλλαγές που θα οδηγούσαν σε αναζητήσεις και θα δοκίμαζαν τα όριά του. Ο δρόμος του δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά γεμάτος με αγκάθια. Εκείνος είχε χρέος να τα απομακρύνει και ν’ ανακαλύψει τον ανώτερο εαυτό του και την αλήθεια του υλικού κόσμου που θα μοιραζόταν και με τις υπόλοιπες ψυχές.
Γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που γεννήθηκαν για να είναι ξεχωριστοί. Όσα δεν ξέχασαν τους έκαναν πιο δυνατούς. Είναι γεννημένοι για ν’ ανάβουν τη σπίθα της ελπίδας όταν τρεμοσβήνει από τις δοκιμασίες, και να ζουν ελεύθεροι.

Βιογραφικό

Η Δήμητρα Παναρίτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Άργος. Τα τελευταία χρόνια ζει με την οικογένειά της στη Νίκαια Αττικής. Το «Όσα οι ψυχές δεν λησμονούν» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου