Η γκιλοτίνα, στο άπλωμα του ενετικού κάστρου, στο Ναύπλιο, είναι ακριβώς ίδια με όλες τις γκιλοτίνες, τις χήρες, γαλλιστί, αυτού του κόσμου, σε όλα τα πλατώματα που μπορεί να στηθούν. Άνθρωποι χλευάζουν και λοιδωρούν λίγο πριν την καρατόμηση. Για μια στιγμή κρατούν την ανάσα τους και η ατμόσφαιρα παίρνει τη μορφή κενού αέρος -αυτοί ξέρουν πως θα έχουν κι αργότερα ανάσα- την ώρα που ετοιμάζεται να πέσει το ξυράφι, κρατούν την αναπνοή στην τελευταία του καταδικασμένου. Δεν είναι και πολύ δύσκολο να κάνει μια τέτοια διαπίστωση κάποιος αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο Η γκιλοτίνα ου Ναυπλίου· δύσκολο είναι μάλλον να αποδώσει ένας συγγραφέας τις τελευταίες μέρες δύο καταδικασμένων, δι΄ απαγχονισμού, που η ζωή τους παίρνει αγωνιώδη παράταση προκαλώντας τους να ελπίζουν το ανέλπιστο. Κι όμως, ο κύριος Κυριακού κατάφερε, με εξαιρετική μαεστρία, να δημιουργήσει ένα παιχνίδι μοίρας, τύχης και συγκυριών και να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη στο ζενίθ μέχρι την τελευταία μισή λέξη του βιβλίου του.
«Το μαύρο του κόσμου είχε μπει σε μια κλεψύδρα που άδειαζε».
Αυτή είναι η φράση που σκέφτεται ο Παρίς Πρεβώ στο σκοτεινό κελί της φυλακής του, αυτή είναι, όμως, και η ουσιαστική θεματολογία του βιβλίου, αφού μέσα από την κλεψύδρα της δικής του ζωής που αδειάζει γίνεται και η αναφορά των ιστορικών γεγονότων της περιόδου από την Ελληνική Επανάσταση έως και τα τέλη του 19ου αιώνα στην Ελλάδα και στο Παρίσι. Ο κατ΄ εξοχήν αφηγητής της «παρισινής» Ιστορίας είναι ο Πρεβώ, ενώ της ελληνικής είναι ο Λιανός, ο δεύτερος «ένοικος» του κελιού. Πέρα από τις προσωπικές στιγμές που θα αφηγηθούν και που μέσα τους κρύβουν τις συνθήκες που βιώνουν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, με κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία άριστα μεταφερόμενα, θα αφηγηθούν την ίδια την Ιστορία. Είναι οι ίδιοι η Ιστορία γι΄ αυτό μπορούν να παρουσιάσουν, με συνταρακτικές λεπτομέρειες, τα πιο σημαντικά καρέ της.
Ο Πάρις Πρεβώ γεννιέται στη Μήλο, είναι μισός Έλληνας μισός Γάλλος, παίρνει μέρος στην ανακάλυψη της Αφροδίτης της Μήλου και πιστεύει πως έχει χρέος να την ακολουθήσει και να την συντροφεύσει στη νέα της πατρίδα, αλλά νιώθει και την ανάγκη να ανακαλύψει τις γαλλικές του ρίζες. Είναι αυτόπτης μάρτυρας της αγοραπωλησίας του αρχαίου μνημείου, της δημιουργίας του Μουσείου του Λούβρου, από παλάτι βασιλέων, είναι ο φύλακας της αίθουσας 7 του ισογείου της πτέρυγας Sully που φιλοξενεί το άγαλμα. Κάνει φίλο του τον Λουί Μπράιγ και ακούει από τον ίδιο τη μέθοδο που στο μέλλον θα γίνει τα μάτια όλων των τυφλών του κόσμου. Ζει στο Παρίσι την περίοδο λίγα χρόνια μετά τη Βασιλεία του Τρόμου, τότε που η κοινωνική διαστρωμάτωση καθορίζεται από τον όροφο του διαμερίσματος που ζει ο κάθε Γάλλος. Συμμετέχει στο Φιλανθρωπικό Κομιτάτο του Παρισιού και οργανώνει τις αποστολές των φιλελλήνων, συναναστρέφεται τον Ντελακρουά, ζει την Μπελ Επόκ και την επανάσταση του Παρισίου, το 1840, γνωρίζει και αντιτίθεται…στην γκιλοτίνα…γυρνάει στην Ελλάδα, καταδικάζεται.
Ο Λιανός είναι η Ελλάδα που καταστρέφεται ολοσχερώς στη Χίο, πουλιέται στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, είναι οι κλέφτες του Καρακώστα και του Λιόντου, πολεμάει με τον Ανδρούτσο και ζει την εμφύλια διαμάχη, στην πρώτη ελεύθερη Ελλάδα που θα συσταθεί. Ζει στην κατεστραμμένη Αθήνα, στα βουνά της Πεντέλης, ως κλέφτης, ζει στην Ελλάδα, καταδικάζεται.
Ο αναγνώστης μέχρι το τέλος δεν πρόκειται να μάθει τους λόγους που καταδικάστηκαν οι δύο αυτοί άνθρωποι. Είναι άλλο ένα παιχνίδι της μοίρας ο λόγος που ενώνει τις ζωές τους. Οι μέρες της αναμονής πριν το τέλος είναι οι εξομολογήσεις που δεν θα κάνουν στον παπά που θα έρθει για να ζητήσουν συγχώρεση. Η σχέση που αναπτύσσουν ξεκινάει ως σχέση καταναγκασμού, λόγω του εγκλεισμού, καταλήγει σε σχέση αναγκαιότητας· δικαστή και κατηγορούμενου. Κάποιος πρέπει να δώσει χάρη, κάποιος πρέπει να απολογηθεί για το πραγματικό έγκλημα. Στην πραγματικότητα δεν είναι το κοινό τέλος αυτό που τους ενώνει, αλλά μια πράξη. Λίγο πριν το τέλος, ο ένας κλείνει τις πληγές του άλλου -άλλωστε δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο.
«Γιατί δεν σε κρατάει τίποτα. Ό, τι ήταν να κάνεις κι ό, τι ήταν να δεις συνέβη.
Αυτός δεν ήταν ο σκοπός; Αυτός δεν είναι πάντα ο σκοπός;»
Η γκιλοτίνα του Ναυπλίου είναι ένα μυθιστόρημα που θα ξαφνιάσει με εκπληκτικό τρόπο τον αναγνώστη. Κατ΄ αρχάς, για την ενδελεχή ιστορική έρευνα με την οποία έχει δομηθεί η ιστορία. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει ιστορικές πτυχές που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, λεπτομέρειες και εικόνες που δεν θα βρει σε άλλα ιστορικά μυθιστορήματα. Θα σταθεί με πολλή συγκίνηση στην περιγραφή του πίνακα του Ντελακρουά, Η καταστροφή της Χίου, στην οποία πραγματικά ο συγγραφέας δίνει μια ανεπανάληπτη φόρτιση συναισθηματική στον αναγνώστη. Το ίδιο θα νιώσει και σε όλη τη διάρκεια που θα διαβάζει για την ανακάλυψη και μεταφορά στη Γαλλία της Αφροδίτης της Μήλου. Αξιοσημείωτες είναι και οι περιγραφές για το Παρίσι, μέσα από ιστορικές αναδρομές της τέχνης δίνοντας τη mentalité της εποχής και των ανθρώπων από τα μέσα έως και τα τέλη του 19ου αιώνα στο Παρίσι. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ο τρόπος της γραφής, μιας και διακρίνεται από μια ιδιαίτερη δεξιοτεχνία: ο συγγραφέας βρίσκει τις ακριβείς λέξεις και έχει την ικανότητα με μια φράση να αποδώσει ένα τεκταινόμενο ή να σχολιάσει, με τρόπο δηκτικό, αλλά υπονοούμενο ένα γεγονός. Δίνει στη γλώσσα ένα κοινωνικό «ένδυμα» και ντύνει τις λέξεις του κάθε ήρωα με την κατάλληλη προφορά και διάλεκτο ώστε να τον χαρακτηρίζει. Είναι θαυμάσιο το παιχνίδι που παίζουν οι λέξεις σε αυτήν την ιστορία (δεν αναγνωρίζει ο αναγνώστης τον συγγραφέα, αλλά τον κάθε ήρωα μέσα από τα λόγια του), έτσι δημιουργείται μια πολυεπίπεδη αφήγηση που παραπέμπει σε ξεχωριστές μαρτυρίες που δεν κουράζουν και κρατούν σε εγρήγορση τον αναγνώστη, τόσο λόγω εξιστόρησης όσο και των κρυμμένων εννοιών των αφηγήσεων.
Ενθουσιάστηκα με τη γκιλοτίνα του Ναυπλίου, προτείνω με μεγάλη χαρά να διαβάσετε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου