Βιβλία… γλυκόπιοτα σαν παλιό καλό κρασί!
Βιβλία που μόλις τα κλείσεις τα «φυλακίζεις» μέσα στην καρδιά σου, σαν την πρωινή δροσιά που κρατούν τα λουλούδια το καλοκαίρι! Τέτοια βιβλία γράφει ο Θεόδωρος Δεύτος που, με την επιμελή φροντίδα των εκδόσεων Ωκεανός, μας χάρισε ακόμη έναν λεκτικό και συναισθηματικό θησαυρό υπό τον λόγιο τίτλο: Είμαι Πολίτισσα, τζάνουμ! Συνεπής προς τις ελληνικές του καταβολές, Έλλην κι ο ίδιος ψυχή τε και σώματι, ο αγαπημένος συγγραφέας χιλιάδων αναγνωστών έφτασε την υφολογική, μυθολογική και εκφραστική «κορυφή» σε τούτο το πολυσέλιδο ανάγνωσμα, δοκιμάζοντας τις συλλογικές μνήμες από την ζωή της «βασιλεύουσας» διά στόματος δύο γυναικών που ξετυλίγουν το «κουβάρι» της ζωής τους εν είδει εξομολόγησης.
Με γλώσσα στρωτή, αρμονικά χρισμένη με ιδιώματα και φράσεις της ντόπιας λαλιάς των Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών, ο κ. Δεύτος καταφέρνει να μας αποσπάσει από την στυφή καθημερινότητα και να μας ταξιδέψει τρυφερά σε εποχές και μέρη όπου άνθιζε η ελληνική ψυχή. Κι αν τούτο το ταξίδι διαρκεί μόνον 670 σελίδες, ο αναγνώστης σαφώς θα αποκτήσει δεκάδες εναύσματα για να προχωρήσει σε άλλα, επίσης αξιολογότατα, βιβλία ίδιας ή ανάλογης θεματικής.
Τα βιβλία του Θεόδωρου Δεύτου δεν αποτελούν απλώς ιδανικά αναγνώσματα εναντίον μιας ευνόητης ανίας μήτε ευκαιριακά αντίδοτα κατά της πληκτικής εποχής μας. Με ανεπαίσθητο σαρκασμό και φιλοσοφική στρατεία, έχοντας βαθιά γνώση της ιστορικής πορείας της φυλής μας, ο συγγραφέας καταγράφει τα βιώματα των πρωταγωνιστών του εντάσσοντάς τους στο ευρύτερο ιστορικό γίγνεσθαι, περικλείοντας εντέχνως προσωπικότητες και γεγονότα στο -οδυνηρό, συχνά- τερέν όπου «βημάτισε» ο ελληνισμός. Η χωροχρονική «αύρα» δεν παύει να «νοτίζει» την δράση και τα λεγόμενα των ηρώων του, προσδίδοντας στα βιβλία του μιαν πηγαία αυθεντικότητα που πολλές φορές ξεπερνά τα όρια του ιστορικού μυθιστορήματος. Μα πάνω απ’ όλα ο κ. Δεύτος λατρεύει να εμφανίζεται ως λογοτέχνης παρά ως ιστοριογράφος. Προς τούτο συνηγορούν όχι μόνον ο τρόπος αναφοράς σε ιστορικά συμβάντα του προσφάτου παρελθόντος, αλλά και η βαθύτερη φυσιογνωμία της γραφής του: Εκτεταμένη χρήση διαλόγων, αισθαντικές περιγραφές και επίμετρες, λακωνικές, αναλύσεις που συντελούν στην ακέραιη ηθογραφία των προσώπων και ομαλή προώθηση του μύθου.
Στο νέο του βιβλίο, που από τον περασμένο Νοέμβριο στολίζει τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει στο «σταυροδρόμι» της Πόλης, το Πέραν, όπου γεννήθηκε η Ρωξάνη και αργότερα η κόρης της Έλσα -δυο ατόφια βλαστάρια του προκομμένου Ελληνισμού μιας Πόλης παραδομένης εδώ και αιώνες στο τουρκικό «σαρίκι». Η ζωή τους -όπως κι αυτή χιλιάδων ομογενών τους- παίρνει δυσάρεστη τροπή όταν οι Τούρκοι αρχίζουν να πιέζουν το ελληνικό στοιχείο και να εκτοπίζουν σταδιακά, στα βάθη της Ανατολίας, άλλοτε αξιοσέβαστους και πάντα ειρηνικούς χριστιανούς ελληνικής καταγωγής. Αρχής γενομένης από την ψήφιση, την 11η Νοεμβρίου 1942, του διαβόητου «Φόρου Ευμάρειας» (Varlik Vergisi) που, αν και αφορούσε σε όλους τους πολίτες της χώρας, κατά βάση αποσκοπούσε στην οικονομική εξόντωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, μέχρι τα αιματηρά γεγονότα του 1955 (Σεπτεμβριανά) και την μετέπειτα οριστική εκδίωξη των Ελλήνων από την πάλαι ποτέ «βασιλεύουσα», χιλιάδες Έλληνες (και όχι μόνο) εξορίστηκαν στην «Σιβηρία της Ανατολής», είδαν τις περιουσίες τους και τα κόπια μιας ζωής να χάνονται εν μία νυκτί ή θανατώθηκαν από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Μα οι ηρωίδες του κ. Δεύτου δεν λύγισαν! Καμμιά τους δεν επιψαύει το ένδοξο παρελθόν ούτε και παραδίδεται στον κλαυθμό των περασμένων μεγαλείων. Και η περιγραφή αυτού του ψυχικού μεγαλείου δεν ενέχει κανένα στοιχείο υπερβολής, δεν ταράσσει τις λογικές εσωτερικές ισορροπίες των καταπονημένων ανθρώπων μήτε και φαντάζει εξωπραγματική. Είναι η μεστή πένα του συγγραφέα που συγκρατεί τα λόγια των ηρωίδων στο πλαίσιο μιας αξιοθαύμαστης ευπρέπειας ή γενικότερο χαρακτηριστικό της φυλής μας η περηφάνια κι ο αυτοσεβασμός που διέπουν τα «έργα και τις ημέρες» γνήσιων τέκνων της; Διότι η αξιοπρέπεια και ο αυτοσαρκασμός με τα οποία οι πρωταγωνίστριες αντιμετωπίζουν την «στρεβλή» τους μοίρα, δίχως καν να αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκου, αποτελούν ανάγλυφη αναφορά στα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση των διωκομένων Ελλήνων της Πόλης, που από τα «πλούτια» και τα «μετάξια» βρέθηκαν ξαφνικά άκληροι, πρόσφυγες μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, στην άλλη άκρη του Αιγαίου, όπως το ’22 οι καμμένοι της Σμύρνης… Αξίζει να σταθεί κανείς τόσο στην θυμόσοφη διάθεση της μητέρας Ρωξάνης που, με απανωτές δόσεις αυθορμητισμού και απροκάλυπτης ειλικρίνειας, διηγείται τα «πάθια» μα και τις ευτυχισμένες στιγμές της, όσο και στην «ελαφρότερη» εκδοχή της κόρης της και των ερώτων της, των περιπετειών της στο Παρίσι και την Αβάνα. Η πρώτη σε κερδίζει με την πείρα του λόγου της και την καθαρή της καρδιά. Η δεύτερη με την αποφασιστικότητά της και την δίψα της για ζωή. Πρόκειται για αλληλοσυμπληρούμενο ντουέτο, υποκείμενο θαρρείς στην αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων: Αιτία κι αιτιατό, μήλο και μηλιά, το τότε και το τώρα -όπως και να το δει κανείς, δεν του απομένει παρά να χαρεί τον κορεσμό από την «τούρτα» και να γευτεί την απόλαυση από το «κερασάκι» της! Η εναλλάξ διήγηση των δύο γυναικών εξασφαλίζει την διάρκεια του ενδιαφέροντος χωρίς την κόπωση μιας μονόπλευρης εξιστόρησης, ωστόσο σε αρκετά σημεία η αφήγηση «παγιδεύει» τον αναγνώστη υποχρεώνοντάς τον να διερωτηθεί ποια από τις δύο γυναίκες «μιλάει». Προφανώς ο συγγραφέας διατήρησε την υφολογική συνοχή του λόγου προκειμένου να μην διασπάσει το σφρίγος της αφηγηματικής ροής, ωστόσο πιστεύω ότι διαθέτει το ταλέντο και την εμπειρία να «εφεύρει» κάποια άλλη τεχνική προς αποφυγήν αυτής της σύγχυσης.
Όπως και να ‘χει, το νέο πόνημα του Θεόδωρου Δεύτου δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα δροσερά αναγνώσματα που εκδίδονται κατά συρροή στο εξωτερικό -αντιθέτως διεκδικεί επάξια ακόμη μια θέση στην βιβλιοθήκη μας και την καρδιά μας! Η θεματολογία του, που εμμένει στην εξιστόρηση της ζωής και των εκφάνσεων του «αλύτρωτου Ελληνισμού», αποτελεί μια από τις πλέον αγαπημένες τού αναγνωστικού του κοινού, ιδίως αυτού της νέας γενιάς -κάτι για το οποίο θα πρέπει να αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανος. Οι εκδόσεις Ωκεανός μάς έχει συνηθίσει άλλωστε σε ανάλογα εκδοτικά «διαμάντια», ανεβάζοντας κατά πολύ τον ποιοτικό πήχυ των εκδόσεων στην χώρα μας. Όμορφο εξώφυλλο με ανάγλυφο τίτλο, ξεκούραστη γραμματοσειρά, άψογη παρουσίαση είναι αυτά που θα σας τέρψουν για να ξεκινήσετε ένα πρωτόγνωρο ταξίδι διά της πένας ενός αξιολογότατου συγγραφέα – ερευνητή. Η μοναδική ένσταση αφορά στην επιμέλεια του κειμένου και δη και σε κάποια ορθογραφικά λάθη που οπωσδήποτε θα «τσιμπήσει» τους… ακραιφνείς γλωσσολάτρεις της νεοελληνικής.
Ένα βιβλίο για κάθε ελληνική οικογένεια -άπεφθος χρυσός σε μέρες πνευματικής πενίας…
Υ.Γ. Με την ευγενικη αδεια του συγγραφέα για αναδημοσίευση της κριτικης!
Βιβλία που μόλις τα κλείσεις τα «φυλακίζεις» μέσα στην καρδιά σου, σαν την πρωινή δροσιά που κρατούν τα λουλούδια το καλοκαίρι! Τέτοια βιβλία γράφει ο Θεόδωρος Δεύτος που, με την επιμελή φροντίδα των εκδόσεων Ωκεανός, μας χάρισε ακόμη έναν λεκτικό και συναισθηματικό θησαυρό υπό τον λόγιο τίτλο: Είμαι Πολίτισσα, τζάνουμ! Συνεπής προς τις ελληνικές του καταβολές, Έλλην κι ο ίδιος ψυχή τε και σώματι, ο αγαπημένος συγγραφέας χιλιάδων αναγνωστών έφτασε την υφολογική, μυθολογική και εκφραστική «κορυφή» σε τούτο το πολυσέλιδο ανάγνωσμα, δοκιμάζοντας τις συλλογικές μνήμες από την ζωή της «βασιλεύουσας» διά στόματος δύο γυναικών που ξετυλίγουν το «κουβάρι» της ζωής τους εν είδει εξομολόγησης.
Με γλώσσα στρωτή, αρμονικά χρισμένη με ιδιώματα και φράσεις της ντόπιας λαλιάς των Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών, ο κ. Δεύτος καταφέρνει να μας αποσπάσει από την στυφή καθημερινότητα και να μας ταξιδέψει τρυφερά σε εποχές και μέρη όπου άνθιζε η ελληνική ψυχή. Κι αν τούτο το ταξίδι διαρκεί μόνον 670 σελίδες, ο αναγνώστης σαφώς θα αποκτήσει δεκάδες εναύσματα για να προχωρήσει σε άλλα, επίσης αξιολογότατα, βιβλία ίδιας ή ανάλογης θεματικής.
Τα βιβλία του Θεόδωρου Δεύτου δεν αποτελούν απλώς ιδανικά αναγνώσματα εναντίον μιας ευνόητης ανίας μήτε ευκαιριακά αντίδοτα κατά της πληκτικής εποχής μας. Με ανεπαίσθητο σαρκασμό και φιλοσοφική στρατεία, έχοντας βαθιά γνώση της ιστορικής πορείας της φυλής μας, ο συγγραφέας καταγράφει τα βιώματα των πρωταγωνιστών του εντάσσοντάς τους στο ευρύτερο ιστορικό γίγνεσθαι, περικλείοντας εντέχνως προσωπικότητες και γεγονότα στο -οδυνηρό, συχνά- τερέν όπου «βημάτισε» ο ελληνισμός. Η χωροχρονική «αύρα» δεν παύει να «νοτίζει» την δράση και τα λεγόμενα των ηρώων του, προσδίδοντας στα βιβλία του μιαν πηγαία αυθεντικότητα που πολλές φορές ξεπερνά τα όρια του ιστορικού μυθιστορήματος. Μα πάνω απ’ όλα ο κ. Δεύτος λατρεύει να εμφανίζεται ως λογοτέχνης παρά ως ιστοριογράφος. Προς τούτο συνηγορούν όχι μόνον ο τρόπος αναφοράς σε ιστορικά συμβάντα του προσφάτου παρελθόντος, αλλά και η βαθύτερη φυσιογνωμία της γραφής του: Εκτεταμένη χρήση διαλόγων, αισθαντικές περιγραφές και επίμετρες, λακωνικές, αναλύσεις που συντελούν στην ακέραιη ηθογραφία των προσώπων και ομαλή προώθηση του μύθου.
Στο νέο του βιβλίο, που από τον περασμένο Νοέμβριο στολίζει τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει στο «σταυροδρόμι» της Πόλης, το Πέραν, όπου γεννήθηκε η Ρωξάνη και αργότερα η κόρης της Έλσα -δυο ατόφια βλαστάρια του προκομμένου Ελληνισμού μιας Πόλης παραδομένης εδώ και αιώνες στο τουρκικό «σαρίκι». Η ζωή τους -όπως κι αυτή χιλιάδων ομογενών τους- παίρνει δυσάρεστη τροπή όταν οι Τούρκοι αρχίζουν να πιέζουν το ελληνικό στοιχείο και να εκτοπίζουν σταδιακά, στα βάθη της Ανατολίας, άλλοτε αξιοσέβαστους και πάντα ειρηνικούς χριστιανούς ελληνικής καταγωγής. Αρχής γενομένης από την ψήφιση, την 11η Νοεμβρίου 1942, του διαβόητου «Φόρου Ευμάρειας» (Varlik Vergisi) που, αν και αφορούσε σε όλους τους πολίτες της χώρας, κατά βάση αποσκοπούσε στην οικονομική εξόντωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, μέχρι τα αιματηρά γεγονότα του 1955 (Σεπτεμβριανά) και την μετέπειτα οριστική εκδίωξη των Ελλήνων από την πάλαι ποτέ «βασιλεύουσα», χιλιάδες Έλληνες (και όχι μόνο) εξορίστηκαν στην «Σιβηρία της Ανατολής», είδαν τις περιουσίες τους και τα κόπια μιας ζωής να χάνονται εν μία νυκτί ή θανατώθηκαν από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Μα οι ηρωίδες του κ. Δεύτου δεν λύγισαν! Καμμιά τους δεν επιψαύει το ένδοξο παρελθόν ούτε και παραδίδεται στον κλαυθμό των περασμένων μεγαλείων. Και η περιγραφή αυτού του ψυχικού μεγαλείου δεν ενέχει κανένα στοιχείο υπερβολής, δεν ταράσσει τις λογικές εσωτερικές ισορροπίες των καταπονημένων ανθρώπων μήτε και φαντάζει εξωπραγματική. Είναι η μεστή πένα του συγγραφέα που συγκρατεί τα λόγια των ηρωίδων στο πλαίσιο μιας αξιοθαύμαστης ευπρέπειας ή γενικότερο χαρακτηριστικό της φυλής μας η περηφάνια κι ο αυτοσεβασμός που διέπουν τα «έργα και τις ημέρες» γνήσιων τέκνων της; Διότι η αξιοπρέπεια και ο αυτοσαρκασμός με τα οποία οι πρωταγωνίστριες αντιμετωπίζουν την «στρεβλή» τους μοίρα, δίχως καν να αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκου, αποτελούν ανάγλυφη αναφορά στα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση των διωκομένων Ελλήνων της Πόλης, που από τα «πλούτια» και τα «μετάξια» βρέθηκαν ξαφνικά άκληροι, πρόσφυγες μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, στην άλλη άκρη του Αιγαίου, όπως το ’22 οι καμμένοι της Σμύρνης… Αξίζει να σταθεί κανείς τόσο στην θυμόσοφη διάθεση της μητέρας Ρωξάνης που, με απανωτές δόσεις αυθορμητισμού και απροκάλυπτης ειλικρίνειας, διηγείται τα «πάθια» μα και τις ευτυχισμένες στιγμές της, όσο και στην «ελαφρότερη» εκδοχή της κόρης της και των ερώτων της, των περιπετειών της στο Παρίσι και την Αβάνα. Η πρώτη σε κερδίζει με την πείρα του λόγου της και την καθαρή της καρδιά. Η δεύτερη με την αποφασιστικότητά της και την δίψα της για ζωή. Πρόκειται για αλληλοσυμπληρούμενο ντουέτο, υποκείμενο θαρρείς στην αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων: Αιτία κι αιτιατό, μήλο και μηλιά, το τότε και το τώρα -όπως και να το δει κανείς, δεν του απομένει παρά να χαρεί τον κορεσμό από την «τούρτα» και να γευτεί την απόλαυση από το «κερασάκι» της! Η εναλλάξ διήγηση των δύο γυναικών εξασφαλίζει την διάρκεια του ενδιαφέροντος χωρίς την κόπωση μιας μονόπλευρης εξιστόρησης, ωστόσο σε αρκετά σημεία η αφήγηση «παγιδεύει» τον αναγνώστη υποχρεώνοντάς τον να διερωτηθεί ποια από τις δύο γυναίκες «μιλάει». Προφανώς ο συγγραφέας διατήρησε την υφολογική συνοχή του λόγου προκειμένου να μην διασπάσει το σφρίγος της αφηγηματικής ροής, ωστόσο πιστεύω ότι διαθέτει το ταλέντο και την εμπειρία να «εφεύρει» κάποια άλλη τεχνική προς αποφυγήν αυτής της σύγχυσης.
Όπως και να ‘χει, το νέο πόνημα του Θεόδωρου Δεύτου δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα δροσερά αναγνώσματα που εκδίδονται κατά συρροή στο εξωτερικό -αντιθέτως διεκδικεί επάξια ακόμη μια θέση στην βιβλιοθήκη μας και την καρδιά μας! Η θεματολογία του, που εμμένει στην εξιστόρηση της ζωής και των εκφάνσεων του «αλύτρωτου Ελληνισμού», αποτελεί μια από τις πλέον αγαπημένες τού αναγνωστικού του κοινού, ιδίως αυτού της νέας γενιάς -κάτι για το οποίο θα πρέπει να αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανος. Οι εκδόσεις Ωκεανός μάς έχει συνηθίσει άλλωστε σε ανάλογα εκδοτικά «διαμάντια», ανεβάζοντας κατά πολύ τον ποιοτικό πήχυ των εκδόσεων στην χώρα μας. Όμορφο εξώφυλλο με ανάγλυφο τίτλο, ξεκούραστη γραμματοσειρά, άψογη παρουσίαση είναι αυτά που θα σας τέρψουν για να ξεκινήσετε ένα πρωτόγνωρο ταξίδι διά της πένας ενός αξιολογότατου συγγραφέα – ερευνητή. Η μοναδική ένσταση αφορά στην επιμέλεια του κειμένου και δη και σε κάποια ορθογραφικά λάθη που οπωσδήποτε θα «τσιμπήσει» τους… ακραιφνείς γλωσσολάτρεις της νεοελληνικής.
Ένα βιβλίο για κάθε ελληνική οικογένεια -άπεφθος χρυσός σε μέρες πνευματικής πενίας…
Υ.Γ. Με την ευγενικη αδεια του συγγραφέα για αναδημοσίευση της κριτικης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου