ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ
ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Βιογραφικό: Η Μαρία Φωτοπούλου γεννήθηκε
τον Σεπτέμβριο του 1977 στο Βόλο, έζησε ως τα έντεκα στο καταπράσινο νησί της
Σκοπέλου και κατόπιν μετακόμισε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται έως σήμερα. Η
αγάπη για τη λογοτεχνία και τη δημιουργική γραφή υπήρχαν μέσα της από παιδί,
καθώς περνούσε το χρόνο της είτε γράφοντας στιχάκια σε ένα μπλοκ που
κουβαλούσε πάντοτε μαζί της, είτε σκαρώνοντας μικρά θεατρικά
σενάρια που «ανέβαζε» αργότερα στη γειτονιά με τους φίλους της.
Μετά
το Λύκειο εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την
άλλη της μεγάλη αγάπη, τις ξένες γλώσσες. Το 2001 αποφοίτησε από το
εκπαιδευτήριο «Ευρωπαϊκός Εκπαιδευτικός Όμιλος» όπου σπούδασε διερμηνεία-
μετάφραση για τις γλώσσες αγγλικά και ρωσικά ενώ το 2008, αποφοίτησε ως
αριστούχος από το τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2009 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές
σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο με θέμα τις «Αλληλεπιδράσεις μεταξύ Ελλάδος και
Ιταλίας στην Ιστορία, τη Λογοτεχνία και τον Πολιτισμό» από όπου αποφοίτησε το
2011 με γενικό βαθμό «Λίαν Καλώς».
Το
2013 εξέδωσε την πρώτη της νεανική νουβέλα με τίτλο «Μην το πεις πουθενά»
σε συνεργασία με τις εκδόσεις Πηγή.
Μιλά
άπταιστα αγγλικά και ιταλικά, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ρωσικά και ισπανικά.
Παίζει πιάνο και περνά τον ελεύθερο χρόνο της με το σύζυγό της και τον εξάχρονο
γιο της Αλέξανδρο στον οποίο αφιερώνει και το παραμύθι «Ένα ουράνιο τόξο στο
σακίδιό μου» που είναι το δεύτερο κατά σειρά έργο της.
Οπισθόφυλλο: Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου
και ενώ η Αθήνα μετράει ακόμη τις πληγές της, ένα δεκατετράχρονο κορίτσι
καταλήγει σε ένα πορνείο της Τρούμπας αναζητώντας έναν δρόμο επιβίωσης.
Η όμορφη και αριστοκρατική «Κοντέσα», όπως θα
είναι το ψευδώνυμό της, γίνεται η βασίλισσα του λιμανιού, η πιο περιζήτητη και
καλοπληρωμένη πόρνη της πόλης.
Όταν φέρνει στον κόσμο το πρώτο της παιδί,
όλη της η κοσμοθεωρία αλλάζει οδηγώντας τη ζωή της, σε ένα αλλιώτικό μονοπάτι
αυτή τη φορά.
Καταλήγει στο Λος Άντζελες, στην περίοδο μιας
ταραγμένης δεκαετίας που η Αμερική εισπνέει ακόμη τις αναθυμιάσεις του πολέμου
του Βιετνάμ, προσπαθώντας να βρει την ταυτότητά της, να ξαναχτίσει τον εαυτό
της και να φτιάξει μια ζωή που να έχει στα δικά της μάτια νόημα και αξία.
Η επιλογή της αυτή, θα επηρεάσει τις επιλογές
και θα σφραγίσει τη μοίρα όλων των προσώπων που υπήρξαν οι «δορυφόροι» της,
προκαλώντας μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων με αποκορύφωσή τους έναν φόνο αλλά
και την εξιλέωση.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το
νέο σας βιβλίο και γιατί όχι, την ιστορία "πίσω από την ιστορία" που σας οδήγησε στην συγγραφή του?
Το
βιβλίο αφηγείται την ιστορία της Κοντέσας, της πιο διάσημης πόρνης των
Αθηγών, η οποία αποφασίζει να αλλάξει τη
ζωή της όταν γίνεται μητέρα. Αφήνει λοιπόν την Τρούμπα, πάει στην Αμερική η
οποία διανύει μια ταραγμένη περίοδο λόγω του αιματηρού πολέμου στο Βιετνάμ και
προσπαθεί να φτιάξει έναν εαυτό που να έχει στα μάτια της νόημα και αξία. Αυτό
το γεγονός δημιουργεί μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, επηρεάζοντας όλα τα
πρόσωπα που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση μαζί της με αποκορύφωμα έναν φόνο αλλά
και την εξιλέωση.
Με γοήτευαν πάντα οι
άνθρωποι που κατάφερναν να βγουν από το περιθώριο και το σκοτάδι και που
ανέβαιναν στο φως. Άνοδος δεν σημαίνει το να γίνουν από φτωχοί πλούσιοι από
άσημοι διάσημοι η από άσχημοι όμορφοι όπως στα παραμύθια, αλλά μιλώ για την
προσωπική πορεία που περνάει μέσα από τον «βασανισμό», την πάλη και με τον
εαυτό τους την ψυχή τους και την αλήθεια τους.
Αφορμή για να γράψω την ιστορία μου στάθηκε μια
ταινία που έβλεπα ξαπλωμένη στον καναπέ μου μετά από μια δύσκολη ημέρα. Η
ταινία λεγόταν «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» και αφηγούταν τη πολυτάραχη ζωή της Έντιθ Πιαφ, της οποίας οι εμπειρίες, ο
περιβάλλοντας κόσμος είχαν κάτι τόσο
θεατρικό, τόσο σουρεαλιστικό (ο πατέρας της ήταν ακροβάτης σε τσίρκο, η γιαγιά
της είχε οίκο ανοχής) που με συγκλόνισαν
βαθύτατα. Όταν τελείωσε λοιπόν, ένιωσα
κάτι να συμβαίνει στο μυαλό μου, που ίσως προϋπήρχε, κάτι ακανόνιστο και
απροσδιόριστο στην αρχή αλλά σιγά-σιγά
πήρε την μορφή της Κοντέσας της
πρωταγωνίστριας του βιβλίου. Και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω την ιστορία της.
Ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα
και ποια ή πρώτη εικόνα που σας ήρθε στο μυαλό. όταν γράφατε την λέξη
ΤΕΛΟΣ?
Κάθε
φορά που τελειώνω ένα βιβλίο μου, σε όποιο είδος και αν ανήκει αυτό,
συνυπάρχουν μέσα μου συναισθήματα που συγκρούονται μεταξύ τους. Από τη μια
νιώθω σαν να χάνεται μια ζωή, να κλείνει ένα φως, να τελειώνει ένας δρόμος
οπότε μοιραία να έρχεται το σκοτάδι. Ένας μικρός θάνατος δηλαδή. Επίσης νιώθω
την περηφάνια τη συγκίνηση που νιώθει
μια μητέρα που έχει δώσει τα πάντα για να μεγαλώσει ένα της παιδί, και
τώρα πρέπει να βρει τη δύναμη να το αποχαιρετήσει, να το αφήσει ν’ ανοίξει τα
φτερά του αναρωτώμενη πάντα μήπως του έδωσε κάτι λιγότερο από τα πάντα. Και
μαζί με το συναίσθημα του θανάτου και του αποχωρισμού έρχεται συνάμα και μια
γλυκιά κούραση, μια ανακούφιση που η δουλειά έγινε και ο σκοπός επετεύχθη. Και
τότε, πραγματικά η ανάπαυσή μου αποκτά τόση ποιότητα και τόσο νόημα που με
κάνει να αναζητώ την επόμενη πρόκληση, το επόμενο θέμα μου ώστε να βιώσω πάλι
το ίδιο συναίσθημα όταν τελειώσει.
Υπάρχουν μηνύματα που θέλετε να περάσετε
μέσα από την ιστορία του βιβλίου σας? και ποια είναι αυτά?
Ποτέ δεν γράφω ένα
βιβλίο για να περάσω συγκεκριμένα μηνύματα, τουλάχιστον όχι ενσυνείδητα ή
στρατευμένα. Γράφω γιατί έχω την ανάγκη να απελευθερωθώ και να αναπτύξω την
ιδέα που έχει καρφωθεί και βασανίζει το μυαλό μου. Γράφω για να σημειώσω μια
πρόσκαιρη νίκη απέναντι στο αναπόδραστο του θανάτου. Γράφω γιατί μου αρέσει να
διηγούμαι ιστορίες, γιατί το έχω ανάγκη. Για να συνεχίσω να αναπνέω. Γιατί η
δημιουργία είναι οξυγόνο και ζωή. Επιστρέφοντας λοιπόν στο ερώτημα περί
μηνυμάτων, θεωρώ ότι ο κάθε αναγνώστης δίνει τη δική του ερμηνεία και
αντιλαμβάνεται την ιστορία και τα μηνύματά της με βάση την προσωπικότητα, τον
χαρακτήρα, τα βιώματα του, το είναι του. Για να το πω απλά, ο αναγνώστης
ανακαλύπτει μόνος του και έναν άλλο κόσμο μέσα από τον δικό μου. Ότι και να
επιδιώκω εγώ, ότι και να περιμένω μέσω της ιστορίας μου, εν τέλει εκείνος θα
την αντιληφθεί και θα την ζυγίσει με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Θα τη
μισήσει ή θα την λατρέψει. Θα τον προβληματίσει ή θα τον αφήσει αδιάφορο. Όλα
είναι στα χέρια του!
Επιλέξατε να γράψετε ένα ιστορικό
μυθιστόρημα. Ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν για εσάς ξεχωριστό το
συγκεκριμένο βιβλίο?
Το
βιβλίο μου δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι απλώς, μυθιστόρημα που οι
ήρωες του δρουν και είναι τοποθετημένοι σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες.
Εγώ φρόντισα, τουλάχιστον όσο μπορούσα, να μην υπάρχουν ατοπήματα ως προς τις
βασικές χρονολογίες και τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε εποχής. Τα στοιχειώδη
δηλαδή. Αλλά όχι, δεν μιλούμε για ιστορικό μυθιστόρημα με την κλασσική έννοια
του όρου. Τα ιστορικά γεγονότα στο βιβλίο μου είναι το φόντο που πλαισιώνει τις
περιπέτειες των ηρώων, το διακοσμητικό κομμάτι που συμπληρώνει το λογοτεχνικό
μου οικοδόμημα
Πόσο δύσκολη είναι για τον συγγραφέα η
συνάντηση μύθου και ιστορίας ?
Η δυσκολία
-τουλάχιστον αυτή που αντιμετώπισα εγώ - σε ένα μυθιστόρημα που εκτυλίχθηκε σε
χρονικές περιόδους που άφησαν βαρύ αποτύπωμα, ήταν να εξετάσω το αν η ιστορία
μου μπορούσε να τοποθετηθεί και να
«σταθεί» αξιοπρεπώς στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία χωρίς «καπελώσει» το ένα το
άλλο. Προσπάθησα λοιπόν μελετώντας να αντλήσω πληροφορίες για τα γεγονότα της
κάθε εποχής σεβόμενη ισόποσα τόσο αυτά όσο και την ιστορία που ήθελα να
διηγηθώ.
Πόσο σημαντική είναι η μελέτη των
γεγονότων ,των τόπων και των χαρακτήρων στη συγγραφή του βιβλίου?
Φυσικά είναι
σημαντική η μελέτη των γεγονότων και είναι κάτι που δεν πρέπει που δεν πρέπει να
γίνεται επιπόλαια και βιαστικά. Μελετώντας μια εποχή, διανθίζεις τον χαρακτήρα
σου, του προσδίδεις ενδεχομένως νέα χαρακτηριστικά, τον κάνεις πιο πιστευτό.
Όσο πιο πολύ συνδέεται ο ήρωας με την εποχή του, τόσο πιο πλήρης και στιβαρός
είναι.
Ποια θέλετε να είναι τα τελευταία
συναισθήματα του αναγνώστη όταν φτάνει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου?
Δίνω στον αναγνώστη
ένα πληρωμένο εισιτήριο για ένα ταξίδι. Αυτό που επιζητώ είναι όταν φτάσει στο
τέλος του ταξιδιού να μου πει ότι πέρασε θαυμάσια και ότι θα θυμάται τούτο το
ταξίδι για χρόνια. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Οποιαδήποτε
αναγνώριση θα με συγκινούσε και θα με χαροποιούσε, είτε από τους μεν είτε από τους δε. Σημειώστε
ότι αυτοί οι προβληματισμοί δεν με απασχολούν καθόλου κατά τη διάρκεια της
συγγραφής. Με απασχολούν μόνο όταν φτάσω στο τέλος του βιβλίου. Και όχι, δεν θα
υποκριθώ ότι δεν με ενδιαφέρει η άποψη κανενός διότι αυτό είναι βαθιά
υπεροπτικό και πιστεύω ότι προέρχεται
από την ανάγκη του συγγραφέα να αμυνθεί πριν την επίθεση. Πριν δηλαδή την
ενδεχόμενη απόρριψη την οποία αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί.
Το
βιβλίο δεν έχει νόημα να υπάρχει στο συρτάρι για να το διαβάζεις εσύ και οι
συγγενείς σου και να συζητάτε μεταξύ σας το πόσο ωραία γράφεις. Το βιβλίο
προορίζεται για έξοδο και ταξίδι στη ζωή, εκεί θα μετρήσει το ειδικό βάρος του.
Το πόσο καλό είναι αυτό το αποδεικνύει μόνο η αντοχή του στο χρόνο και τίποτε
άλλο. Ζούμε στην πραγματική ζωή και όχι στην ιδεατή. Αλλιώς θα ήμασταν θεοί και
όχι άνθρωποι με ανησυχίες, ματαιοδοξίες, ανασφάλειες και άγχη. Στην πραγματική
ζωή όπως τουλάχιστον την ξέρω και τη ζω εγώ, μετράνε και οι πωλήσεις και τα
νούμερα και οι κριτικές. Όλα μετράνε.
Τι σας εξελίσσει ως άνθρωπο?
Με εξελίσσουν η γνώση
και η σκέψη. Τα ταξίδια. Οι εμπειρίες των στιγμών, είτε όμορφων είτε άσχημων. Η
επαφή με τη φύση και τον άνθρωπο. Η καλαισθησία και η ποιότητα. Η αληθινή αγάπη
που έχω ευλογία να προσλαμβάνω και την τύχη να δίνω.
Ποιο πιστεύετε ότι είναι το
μέλλον του βιβλίου σε έναν κόσμο που πραγματοποιείται ολοένα και
περισσότερο?
Θέλω να πιστεύω ότι
το βιβλίο, η μάλλον το καλό βιβλίο, θα
βρει τον τρόπο να επιπλεύσει και να επιβιώσει όσο και αν η αυτοματοποίηση και ο
υλικός πολιτισμός έχουν υπονομεύσει το πνεύμα μας. Δεν είναι εύκολος ο δρόμος
του και δυστυχώς σήμερα βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή του. Πρέπει όσο
μπορούμε, να το στηρίζουμε και να το προστατεύουμε ως κόρη οφθαλμού. Το βιβλίο
είναι οξυγόνο και δεν θέλω, τρομάζω να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς αυτό όσο και
αν μου λένε ότι προς εκεί οδεύουμε. Θα είναι ένας κόσμος χωρίς φαντασία, χωρίς
εικόνες και χωρίς χρώματα. Όχι αρνούμαι να φανταστώ έναν τέτοιο κόσμο γιατί έχω
μεγαλώσει με βιβλία. Έχω κάνει τα πιο τρελά μου ταξίδια με αυτά οπότε όπως λέει
και το τραγούδι «συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερ κι οι
αριθμοί».
Για το Βιβλίο της
Παρέας
Λίτσα Λαμπρακοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου