ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟ
Βιογραφικό: Γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1984 στη
Σπάρτη.
Σπούδασε στο τμήμα Κλασικής Φιλολογίας
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου έλαβε και
Πιστοποιητικό Εξειδίκευσης στις Μαθησιακές Δυσκολίες και τη Δυσλεξία. Το 2017
παρακολούθησε και ολοκλήρωσε στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο το Πρόγραμμα
Κατάρτισης στο Management. Είναι πτυχιούχος Αρμονίας και Ωδικής, με σπουδές στο
πιάνο και στην ακουστική κιθάρα. Μιλάει Αγγλικά & Γερμανικά.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία
στο Πολεμικό Ναυτικό.
Διετέλεσε επικεφαλής της Ένωσης
Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας και του Πολιτιστικού Συλλόγου «Νέα Ζωή», καθώς
και μέλος του ΔΣ του Νομικού Προσώπου Πολιτισμού του Δήμου Σπάρτης. Είναι
πρόεδρος του αθλητικού σωματείου «Λακωνικός», ενώ από το 2018 υπηρετεί τη
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης ως μέλος του Εφορευτικού Συμβουλίου.
Για 13 χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής
στον ιδιωτικό χώρο της εκπαίδευσης, με παράλληλη επαγγελματική δραστηριοποίηση
στο ραδιοφωνικό σταθμό Fly 89.7. Μάλιστα, τo 2017 η ενημερωτική
εκπομπή του βραβεύτηκε στην κατηγορία «Best Broadcast» των «Regional Media
Awards».
Σήμερα, ως ένας εκ των συνιδρυτών της
Κοιν.Σ.Επ. «Vamvakou Revival», καταπιάνεται με το
εγχείρημα «Αναβίωσης της Βαμβακούς», το οποίο πραγματοποιείται με την ηθική και
οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Από τις εκδόσεις Πνοή το 2017
κυκλοφόρησε μυθιστόρημά του «Εκεί Που Πετάει Ο Νους» και το 2020 η «Κλεψύδρα».
Οπισθόφυλλο:
Με φόντο τα Αναφιώτικα, η «Κλεψύδρα» είναι μια περιστρεφόμενη
ιστορία γύρω από τον χρόνο και τη χαοτική αναζήτηση της αγάπης. Μία διεισδυτική
αποτύπωση στον ψυχισμό της σύγχρονης κοινωνίας του Χρηματιστηρίου, της
διαφθοράς, της οικονομικής κρίσης και της ανθρώπινης απληστίας.
3 κινηματογραφικές λήψεις με κεντρικό
άξονα την οικογένεια Βερνάρδου, τα ένοχα μυστικά της και τα παιχνίδια της
μοίρας. 3 κάδρα ενός στιλιζαρισμένου ερωτικού δράματος με αποχρώσεις
ψυχολογικού θρίλερ, που εκτυλίσσεται στους κόλπους μίας διεφθαρμένης ελίτ.
Οι προβληματικοί χαρακτήρες,
εγκλωβισμένοι ασφυκτικά σε κλειστοφοβικές σκέψεις και βίαια διλήμματα, ραμμένοι
σε ένα διαρκές παιχνίδι με την υπαρξιακή αγωνία, έλκονται από αυτό που τους
τρομάζει. Μία αλλαγή ρόλων που φανερώνει στους ήρωες το τέρας που κρύβουν,
οδηγώντας τους στην ακροβασία μεταξύ πραγματικού και κατασκευασμένου.
Μια μελαγχολική και ρετρό Πλάκα στήνει
το πλαίσιο της αντίστροφης μέτρησης, μέσα στο οποίο η κυνική πραγματικότητα θα
πλέξει τον κύκλο της, μέχρι να ρίξει τους τίτλους του τέλους…
Υπήρξε κάποιο κίνητρο για να γράψετε το νέο σας μυθιστόρημα;
Σκέφτομαι συχνά ότι τα περισσότερα βήματα στη ζωή
μου έχουν γίνει εξ ενστίκτου. Κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω και να
εκλογικεύσω, μου έδειχνε ένα δρόμο κι εγώ συνήθως ακολουθούσα. Όπως στο «Εκεί
Που Πετάει Ο Νους» έτσι και στην «Κλεψύδρα» (εκδόσεις Πνοή), είχα σε ένα
συρτάρι φυλαγμένα συναισθήματα, εικόνες, σκέψεις, φαντασία και κάτι έπρεπε να
τα κάνω. Φυσικά, διαφέρει το κίνητρο από συγγραφέα σε συγγραφέα, όπως άλλωστε
και το είδος επιβράβευσης που αποζητά ο καθένας μας. Νομίζω, βέβαια, ότι
ελάχιστη έως μηδενική σημασία έχει γιατί γράφεται ένα βιβλίο. Από μόνη της η
πράξη της έκδοσης και κυκλοφορίας του είναι ένα μικρό όμορφο γεγονός στη στείρα
εποχή που βιώνουμε.
Για ποιο λόγο διαλέξατε αυτόν τον τίτλο; Πώς συνδέεται ο τίτλος με
την ιστορία των ηρώων σας;
Και στα δύο βιβλία μου, ο τίτλος ήταν αυτός που
μου έδωσε και το τέλος, τη λύση του μυστηρίου. Στην περίπτωση της Κλεψύδρας,
υπάρχει και μία αντίστροφη μέτρηση στην αρίθμηση των κεφαλαίων, ώστε να γίνεται
αντιληπτό ότι ο χρόνος για τους ήρωες τελειώνει. Γενικότερα, η έννοια του
χρόνου είναι αυτή που σημαδεύει τις πράξεις των προσώπων που συνθέτουν την
ιστορία, αλλά και αυτή που με απασχολούσε έντονα την περίοδο που γράφτηκε το
βιβλίο.
Τι ποσοστό του βιβλίου βασίζεται σε ρεαλιστικά στοιχεία και σε τι
ποσοστό κυριαρχεί η μυθοπλασία;
Χαριτολογώντας θα σας απαντήσω ότι αν όλα αυτά που
συμβαίνουν στην Κλεψύδρα είχαν περισσότερο ρεαλισμό από μυθοπλασία, μάλλον θα
έπρεπε να αρχίσω να ανησυχώ! Μπόλικη φαντασία, λοιπόν, και μία προσπάθεια να
πλέξω μία ιστορία με αγωνία και ανατροπές. Ο ρεαλισμός έχει το δικό του ρόλο
στο βιβλίο και αφορά εικόνες δικές μου, στιγμές φίλων και γνωστών, καρέ ακόμη
και από περαστικούς ανθρώπους, με τους οποίους δεν συστήθηκα ποτέ. Έτυχε,
απλώς, να τους παρατηρήσω.
Μιλήστε μας λίγο για τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου σας. Τι είναι αυτό
που τον κάνει ξεχωριστό κατά τη γνώμη σας;
Έχω την αίσθηση ότι στο βιβλίο δεν υπάρχει
κεντρικός χαρακτήρας. Τουλάχιστον, αυτή ήταν η δική μου πρόθεση, κατά τη
διάρκεια της συγγραφής. Οι ζωές των ηρώων συμπλέκονται και συχνά
ετεροκαθορίζονται. Προσωπικά, θα έλεγα ότι έχω αδυναμία στη Στέλλα, τη μητέρα
της οικογένειας, η οποία νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική. Είναι, ίσως, η
πλέον τραγική φυσιογνωμία της ιστορίας, μιας και άλλοι αποφάσισαν για εκείνη…
Πολύ ωραίο το εξώφυλλο του βιβλίου σας . Δική σας ήταν η επιλογή;
Ταλαιπωρηθήκαμε λίγο με τον εκδότη, Δημήτρη
Καραναστάση, για να καταλήξουμε στο εξώφυλλο. Θέλαμε να αποφύγουμε την κλισέ
εικόνα μιας κλεψύδρας που θα περίμενε κανείς διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου.
Έτσι, καταλήξαμε στο πιάνο ως κεντρικό στοιχείο, το οποίο αποτελεί και την
αφορμή για να γεννηθούν στην ιστορία μας μία πολύ δυνατή φιλία και ένας μεγάλος
έρωτας. Θυμάμαι ότι συμφωνήσαμε αμέσως όταν είδαμε το συγκεκριμένο εξώφυλλο.
Από το σχήμα της κλεψύδρας, πάντως, είναι εμπνευσμένη η αποτύπωση του
τίτλου.
Τι ελπίζετε να αποκομίσει κάποιος διαβάζοντας το «Κλεψύδρα»;
Δεν σας κρύβω ότι το 2017, λίγο πριν κυκλοφορήσει
το «Εκεί Που Πετάει Ο Νους» από τις εκδόσεις Πνοή, είχα την αγωνία τι θα
σκεφτούν οι αναγνώστες, πώς θα αισθανθούν με τις σκηνές, ποια εντύπωση θα τους
δημιουργήσει η επιλογή των λέξεων κ.λπ. κ.λπ. Σήμερα, 3 χρόνια μετά, νομίζω ότι
είναι αμέτρητοι οι παράγοντες που επηρεάζουν την τελική κρίση ενός ανθρώπου για
ένα βιβλίο. Είναι ξεκάθαρα υποκειμενικό αυτό που θα αποκομίσει. Άλλωστε, από τη
στιγμή που γράφεις την τελευταία λέξη, το βιβλίο ανήκει στον αναγνώστη. Θα
ήθελα, βέβαια, φτάνοντας στο τέλος της «Κλεψύδρας» να έχω καταφέρει έστω και
λίγο να τον κάνω να ταξιδέψει, ίσως και να προβληματιστεί.
Τι είναι πιο κρίσιμο για την επίτευξη ενός καλού βιβλίου; Η ικανότητα
γραφής ή η σκληρή δουλειά;
Συνηθίζω να λέω ότι με δύο βιβλία στο ενεργητικό
μου, δεν μπορώ να μιλάω με βεβαιότητα για τη λογοτεχνία. Ακόμη μαθαίνω και θα
συνεχίσω να το κάνω. Η αίσθηση που έχω, πάντως, είναι ότι όπως σε όλες τις
ανθρώπινες δραστηριότητες χρειάζεται πάθος, έτσι και στη συγγραφή απαιτείται
αφοσίωση. Μου αρέσει πολύ αυτό που έγραψε ο Αιγύπτιος συγγραφέας Wael
El-Manzalawy: «Θα πρέπει να εργαστείτε πολύ σκληρά, αλλά το πιο σημαντικό είναι
να εργαστείτε δημιουργικά».
Είχατε από μικρός ονειρευτεί να γίνετε συγγραφέας κι αν ναι τι σας εμπόδισε
από το να ξεκινήσετε αμέσως μετά το σχολείο τη συγγραφή βιβλίων;
Πιστεύω βαθιά και δυνατά ότι κάθε όνειρο θέλει το
χρόνο του. Εκείνο πρέπει να ωριμάσει κι εσύ οφείλεις να διαμορφώσεις τη συνθήκη
για να το υποδεχτείς και να το κάνεις αληθινό. Από την εφηβική μου ηλικία,
πάντα κάτι υπήρχε σε ένα τετράδιο. Μια
ιστορία, ένας στίχος, δυο-τρεις λέξεις… Ήθελε κι αυτό την ώρα του, όπως
όλα.
Ποια είναι τα δικά σας όνειρα για το μέλλον, τόσο σε επαγγελματικό όσο και
σε προσωπικό επίπεδο;
Αυτήν την εποχή, με μία ομάδα νέων ανθρώπων
ασχολούμαστε με την Αναβίωση της Βαμβακούς, ένα αρκετά απαιτητικό εγχείρημα που
υλοποιείται με την οικονομική και ηθική υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος
Νιάρχος. Το συγκεκριμένο έργο συνδυάζει τη ζωή με το επάγγελμα και απορροφά ένα
συντριπτικό μέρος του καθημερινού μας χρόνου. Η επιτυχία του θα σήμαινε για
όλους μας ότι εκπληρώσαμε ένα μεγάλο μας στόχο. Φυσικά, το ραδιόφωνο και η
συγγραφή συνεχίζουν να αποτελούν αδυναμίες για εμένα, ενώ σε ένα παράλληλο
σύμπαν ονειρεύομαι ένα μικρό μπαράκι δίπλα στη θάλασσα. Όπως προείπαμε, όμως,
κάθε όνειρο θέλει το χρόνο του…
Ας κλείσουμε την συνέντευξη με ένα απόσπασμα του βιβλίου.
«Βλέπεις, η
αλήθεια κάποιες φορές κρύβεται στο υπόγειο. Πρέπει να ψάξεις, για να τη βρεις,
να αυτοτιμωρηθείς, να κατεβείς μέχρι εκεί κάτω και να παλέψεις με τους φόβους
σου. Τώρα κοιτώ κατάματα τα λάθη μου και τον δήθεν ασυμβίβαστο εαυτό μου. Είναι
αργά. Δεν έπρεπε να περιμένω τόσο στη σειρά. Είχα μια ιστορία ακόμη να
κουβαλήσω. Δεν πρόλαβα. Θα μείνω πια στην ψυχική μου αποστείρωση. Θα λερωθώ, θα
τσαλακωθώ μα θα αφήσω τις μνήμες μου άθικτες. Από κάπου θα είμαι. Δεν ξέρω από
πού. Κάπου πηγαίνω. Ούτε κι αυτό γνωρίζω».
Για το βιβλίο της παρέας
Λίτσα Λαμπρακοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου