Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Διαβάζοντας το βιβλίο "Βασιλικούλα ΄μ. Ρίζα ΄μ", της Σέβης Τηλιακού, εκδόσεις ΠΝΟΗ, με την ΣΟΦΙΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΓΗ!

           Στην φράση Βασιλικούλα ΄μ, ρίζα ΄μ, το κόμμα προσπαθεί, μάταια να δείξει τον λυγμό, το βούρκωμα στα μάτια, την ώρα της εκφοράς. Το ρίζα ΄μ περιλαμβάνει όλη τη νοοτροπία και τη μεγάλη συσχέτιση που έχουν τα μέλη της ποντιακής οικογένειας, ως βασικό θεμέλιο της κοινωνίας της. Τα παιδιά είναι ο σπόρος που ριζώνει, βλασταίνει κι ανθεί. Παίρνουν μαζί τους, στο μεγάλωμα τους, το παρελθόν και το παρόν. Είναι ρίζες που τρώνε από το χώμα και πάνε πιο  βαθιά, είναι δέντρα και ψηλώνουν. Ίσως, μόνο, ακούγοντας αυτήν την προσφώνηση, να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τη βαθύτερη έννοια της φράσης.

         Το βιβλίο της κυρίας Τηλιακού αποκαλύπτει τη γυναίκα-ρίζα. Είναι μια προσωπογραφία, από τη στιγμή μιας γέννησης έως και τον θάνατο. Άλλοτε, πάλι, μια αυτοβιογραφία που γράφτηκε σ΄ ένα παλιό τετράδιο, η έκταση του οποίου μεγάλωνε ή συρρικνωνόταν με την πάροδο του χρόνου και περίμενε…

          Η Τραπεζούντα, στο τέλος του 19ου αιώνα, αποτελεί την πρωτεύουσα του εμπορίου της Ιωνίας, η Μαύρη Θάλασσα δίνει αίγλη και ακμή, είναι ένα κέντρο άνθησης του εμπορίου και του πολιτισμού. Η συνύπαρξη του χριστιανικού και μουσουλμανικού στοιχείου είναι δεδομένη και ειρηνική, τίποτα δεν προμηνύει το δραματικό τέλος. Σε αυτές τις συνθήκες γεννιέται η Βασιλικούλα Αλευρίδη, γόνος πλούσιας οικογένειας εμπόρων.«Βασιλικούλα, ρίζα ΄μ» είναι η πρώτη φράση που ακούει από το στόμα της γιαγιάς της, «Από γέννα φόνισσα…Μάισσα εν, σε λέω» η πρώτη φράση του πατέρα της. Οι Μοίρες ξορκίζονται, πάνω από την κούνια του μωρού, και μια φράση που, δυνητικά, γίνεται κατάρα αντί για ευχή, από το χείλη του γονιού της, την ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή της. Η Βασιλική μεγαλώνει με μια αγάπη που κρύβει σιωπή. Τα μη ειπωμένα διαπλάθουν τον χαρακτήρα και τη προσωπικότητα της. Οι αλήθειες της ζωής της είναι κρυφοί ψίθυροι, που τις μαθαίνει κρυμμένη πίσω από τοίχους, στην τρυφερή ηλικία των έξι χρόνων. Φανερά μυστικά καθορίζουν τα αισθήματα και τις πράξεις της. Ο θυμός την ακολουθεί, με θυμό πορεύεται, που υποβόσκει σε λανθάνουσα μορφή.

«Εγώ δεν είμαι σαν όλες τις γυναίκες. Εγώ είμαι από Ρούσσα μάνα και πατέρα Πόντιο είμαι. Γάλα Τούρκισσας εβύζαξα, εμένα Βασιλική με λένε. Όποιος δεν το ξέρει να το μάθει.»

Άραγε σε ποιον φωνάζει; Στον ίδιο της τον εαυτό για να δώσει απάντηση στις απορίες της, υπόσταση στη ζωή της. Η Βασιλική νιώθει πως δεν είναι ρίζα κανενός. Στα μάτια του αναγνώστη, η Βασιλική, είναι και το αβέβαιο μέλλον του Πόντου, που σιγά σιγά γίνεται θολό και αμφίρροπο, μέσα από τις παγκόσμιες ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα στις αρχές του 20ου αιώνα. Μέχρι να γίνει ρίζα δεν δίνεται, δίνει υπολογίζοντας, με μόνη προϋπόθεση να μην πληγωθεί, να μην αφεθεί. Η πορεία της είναι αναζήτηση, άρνηση και μια δύναμη που πηγάζει από την διαπίστωση πως είναι μόνη της. Αντιδρά με αυτόν τον τρόπο στην απόφαση του πατέρα της να τη θεωρεί ξεγραμμένη. Οι πράξεις των γονιών αποτυπώνονται στα παιδιά τους, έτσι η Βασιλική, σιγά σιγά, γίνεται σαν τον Αιμίλιο, τον πατέρα της. Και οι δύο έχουν χάσει την έννοια της ρίζας και παραδέρνουν, μέχρι να βρουν την ταυτότητά τους. Μέχρι να καταφέρουν να δεθούν και να πιάσουν από την αρχή την έννοια της ρίζας.

          Η καινούργιες πολιτικές συνθήκες θα τους αναγκάσουν να προσφύγουν στην Ελλάδα, λίγο πριν το τέλος του ελληνισμού της Ιωνίας. Οι δραματικές στιγμές που βιώνουν όλοι οι εκτοπισμένοι Έλληνες της Μικρασίας βρίσκουν πατέρα και κόρη σε ειρήνη. Οι ψυχές «κατακάθονται» και αν και η ζωή βρίσκει πατήματα, στις καρδιές  σιγοκαίει το νόστιμον ἦμαρ, η μέρα της επιστροφής. Η χωρίς τέλος επιθυμία, παρηγοριά, άσβεστη ελπίδα και λόγος ύπαρξης. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η Βασιλικούλα, γίνεται ρίζα, εδραιώνεται στο ρόλο για τον οποίο προετοιμαζόταν πάντα. Είναι πια δέντρο, και οι σπόροι της  γίνονται ένα με τη γη της Ελλάδας. Περνούν τις δικές τους δοκιμασίες, γίνονται θυσία σε αλύτρωτους βωμούς και δίνουν οβολό τη ζωή τους στα αδηφάγα παιχνίδια μιας πατρίδας που ζει από το αίμα των παιδιών της. Η Βασιλική είναι η μάνα, το δέντρο και η γη. Κάποτε αναφώνησε, «Εγώ δεν φοβάμαι κανέναν. Όποιος τολμά, ας κοπιάσει στο κατώφλι μου» Μα δεν έγινε τιμωρία η ύβρη της, ακόμα και τον θάνατό της τον αποφασίζει μόνη της. Ντύνεται το νυφικό της νυχτικό και με μόνα ενθύμια από τον τόπο της, το μπλε βελούδινο φόρεμα της μάνας της και τη μπαλαλάικά της περιμένει να συναντηθεί με ό, τι αγάπησε και δεν χόρτασε.

Η ζωή μια γυναίκας, μέσα από σημαντικά κομμάτια της Ιστορίας, δεν αποτελεί ιστορικό μυθιστόρημα. Η Ιστορία στο βιβλίο αυτό εκτελεί χρέη μεσάζοντα, έχει διακριτικό ρόλο και δημιουργεί μια εξαιρετική βάση για να εξελιχθεί η ιστορία. Τα κοινωνικά θέματα, άλλωστε, που περιγράφει το βιβλίο έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία στη συγκεκριμένη ιστορία -να με συγχωρήσετε για αυτή την παρατήρηση. Ένας λόγος καθαρός με αμεσότητα και διαλόγους που κεντρίζουν το ενδιαφέρον, μέσα από την ποντιακή ιδιόλεκτο, δίνουν μια ζωντάνια και προκαλούν τη διάθεση του αναγνώστη, πότε με δραματικούς τόνους, πότε με πιο χαλαρό ύφος. Τα ιστορικά σημεία του βιβλίου είναι όλα έγκυρα και πολύ προσεκτικά τοποθετημένα μέσα στο κείμενο, αλλά δεν δίνουν την αίσθηση της κουραστικής περιγραφής. Υπάρχει μια ζωντάνια στις κατάλληλες στιγμές, μέσα από εικόνες που μοιάζουν με σκηνές από ταινία εποχής (τα παρχάρια με τις παρχαρομάνες και τα δίπατα ξύλινα σπίτια, η αστική τάξη στην Τραπεζούντα, η αδελφική συνύπαρξη Τούρκων και Ποντίων, η Ομόνοια με τα ζαχαροπλαστεία της και την όμορφη κοινωνική ζωή της, το Ακταίον στο Φάληρο). Η δραματικότητα, από την οποία διαχέεται η ιστορία, όντας δραματική, ζυγιάζεται και βρίσκει ισορροπία με εξαιρετική μαεστρία. Τα έμμεσα μηνύματα πολλά, τόσο σε κοινωνικό όσο και πολιτικό-ιστορικό επίπεδο. Θα ήθελα να κλείσω την άποψή μου με την αρχή του βιβλίου, που βρήκα ιδιαίτερα καυστική και πολύ σωστά στοχευμένη: Το 1933, το σπίτι των Αλευρίδων, στην Τραπεζούντα, δίνεται χάρισμα σε ένα από τα στελέχη του κόμματος των Νεότουρκων που είναι πλέον οι νικητές. Η γυναίκα του αξιωματούχου, μπαίνει φοβισμένη μέσα στο σπίτι και θαυμάζει με έκσταση τη χλιδή και την πολυτέλειά του. Αναρωτιέται τι θα γίνει αν γυρίσουν οι ιδιοκτήτες του και βαριανασαίνει μέσα στο ακριβό, στενό, πολυτελές ευρωπαϊκό παλτό που φοράει πάνω από τα μεταξωτά της σαλβάρια. Δυστυχώς δεν κουμπώνει και τη στενεύει πολύ…Οι κρίσεις γι΄αυτήν την περιγραφή…δικές σας.

Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου