Με βελονιές από λέξεις ράβεται η μνήμη. Στο ύφασμα του φόβου και της απώλειας, κεντιέται μια ιστορία που σφίγγει την ψυχή και δεν αφήνει το βλέμμα να γυρίσει αλλού.
Η Άννα, κορίτσι ακόμη, σηκώνει στους ώμους της κάτι πιο βαρύ από το σώμα της γιαγιάς της — σηκώνει τον κόσμο που γκρεμίστηκε και τον άλλον που δεν έχει ακόμη γεννηθεί.
Εκεί, στο άδειο σαλόνι ενός σπιτιού που βομβαρδίζεται, αρχίζει μια διαδρομή που δεν είναι μόνο φυσική, αλλά κυρίως υπαρξιακή. Η Άννα δεν φεύγει απλώς. Φέρει μαζί της το παρελθόν, παλεύει με το παρόν, και διακινδυνεύει το μέλλον.
Η γιαγιά, η Όλγα, σιωπηλή, ανυποχώρητη. Ανήκει στη γενιά που έζησε πολλά, δεν μίλησε για τα περισσότερα, αλλά τα φύλαξε όλα μέσα της σαν προσευχή. Τα παραδίδει τώρα στην Άννα – όχι με λέξεις, αλλά με βάρος. Και εκείνη το δέχεται, το σηκώνει, και προχωρά.
Η Τζούλια Γκανάσου δεν γράφει ένα μυθιστόρημα πολέμου. Γράφει για τον πόλεμο που κουβαλάμε και όταν όλα γύρω δείχνουν ειρηνικά. Τον πόλεμο της συνείδησης, του φύλου, της ανάγκης. Τον πόλεμο της απόφασης — να υπομείνεις ή να ξεφύγεις· να κρατήσεις ή να αφήσεις· να κυοφορήσεις ή να παγώσεις.
Στις σελίδες της «Δευτέρας Παρουσίας», η επιβίωση δεν είναι ηρωισμός – είναι αγώνας, είναι ταπείνωση, είναι πόνος. Όταν η Άννα, για να σώσει τη γιαγιά της και την ίδια, αναγκάζεται να γίνει παρένθετη μητέρα μέσα σε ένα καταφύγιο, καταλαβαίνουμε πως όλα τα σώματα γίνονται εμπόρευμα όταν ο κόσμος χάνει τον προσανατολισμό του.
Κι όμως, εκεί, μέσα στη λάσπη και τον φόβο, σπέρνεται ένας σπόρος ελπίδας.
Η γραφή της Γκανάσου είναι στιβαρή, γεμάτη ποιητικές αιχμές και πικρή τρυφερότητα. Δεν ωραιοποιεί το τέρας. Το δείχνει όπως είναι – με αίμα, με ιδρώτα, με βουβή κραυγή. Κι όμως, ακόμα και μέσα στη σιωπή, ακούγεται μια ψιθυριστή προσευχή: «θα τα καταφέρουμε».
Γιατί η Άννα, με τη γιαγιά της στην πλάτη, δεν συμβολίζει μόνο την επιβίωση. Συμβολίζει το χρέος. Τη συνέχεια. Τη ζωή που, με κάποιον τρόπο, πάντα βρίσκει τρόπο να περάσει απέναντι.
Θα φτάσουν στα σύνορα; Και τι θα έχουν χάσει στον δρόμο; Ίσως τα πάντα. Ίσως και τίποτα. Γιατί ό,τι αξίζει, μένει ραμμένο στην ψυχή. Και αυτό δεν βομβαρδίζεται.
Η «Δευτέρα Παρουσία» είναι ένας λογοτεχνικός σπαραγμός. Ένα βλέμμα γυμνό, που δεν παίζει με το συναίσθημα αλλά το υπερασπίζεται.
Και μια ύστατη υπενθύμιση:
Όσο υπάρχουν γυναίκες που σηκώνουν τον κόσμο στην πλάτη τους, όσο υπάρχουν Άννες, το αύριο – όσο ματωμένο κι αν είναι – θα έρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου