ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΜΕ ΤΗΝ ΓΙΩΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βιογραφικό: Η
Γιώτα Παπαδημακοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984 όπου και ζει μέχρι σήμερα
μαζί με το σύζυγό της. Είναι η δημιουργός και διαχειρίστρια του site "Το
μεγαλείο των τεχνών", το οποίο, στην αρχική του μορφή, ψηφίστηκε ως το
καλύτερο blog για το 2012. Αρθρογραφεί σε ποικίλα ηλεκτρονικά έντυπα, ανάμεσα
στα οποία και το culturenow.gr, στο οποίο υπογράφει με την ιδιότητα της
βιβλιοκριτικού. Παράλληλα, συνεργάζεται με εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα αλλά
και με πρακτορεία του εξωτερικού στο τμήμα αξιολόγησης βιβλίων προς έκδοση, ενώ
απασχολείται και ως ραδιοφωνική παραγωγός. Ζει και αναπνέει για τη
Λογοτεχνία... και για το γιο τη
Οπισθόφυλλο: Η
Κρυσταλλία, έχοντας χάσει με τραγικό τρόπο τη μητέρα της όταν ήταν παιδί, έχει
περάσει τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής της απομονωμένη από τους ανθρώπους.
Ζει στο δικό της μικρόκοσμο, όπου τα συναισθήματα δεν χωράνε, αφού μόνο πόνο
και δυστυχία μπορούν να φέρουν.
Την ίδια στιγμή, ο Κωνσταντίνος ζει μαζί με τη μικρότερη αδερφή του, προσπαθώντας να συνυπάρξει με τα σημάδια που άφησε ο νεκρός πατέρας τους στην ψυχή του, τα οποία όμως τον έχουν κάνει εσωστρεφή, ψυχρό και απόμακρο, ανίκανο να νιώσει οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα εκτός από θυμό και οργή.
Οι ομοιότητες ανάμεσά τους πολλές. Όπως και οι διαφορές τους. Όμως, το κοινό τους όνειρο, ο χορός, στον οποίον είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι, είναι εκείνο που θα ενώσει τους δρόμους τους, «προκαλώντας» τους να δουν τι είναι αυτό που υπερτερεί.
Μία σχέση που ξεκινάει από μια μεγάλη και αναίτια κόντρα για να οδηγήσει σε ένα πάθος που με τη σειρά του θα εξελιχθεί σε έναν μεγάλο έρωτα.
«Μέχρι το τέλος του χρόνου» είχαν ορκιστεί ν αγαπιούνται. Ήταν το δικό τους «για πάντα». Ωστόσο, μια στιγμή θα είναι αρκετή για να γκρεμίσει όσα με κόπο έχτισαν. Αρκετή για να χωρίσουν οι δρόμοι τους, και να μετατραπεί η αγάπη τους σε μίσος. Κι όμως, όσοι είναι γραφτό να είναι μαζί, το πεπρωμένο τούς φέρνει κοντά, ενώ, μέσα από συμπτώσεις, βρίσκει πάντα τον τρόπο για να τους δοκιμάσει.
Άραγε, η αγάπη είναι αρκετή για να μας κάνει ν αλλάξουμε;
Άραγε, μπορεί ν αντέξει μέχρι το τέλος του χρόνου;
Την ίδια στιγμή, ο Κωνσταντίνος ζει μαζί με τη μικρότερη αδερφή του, προσπαθώντας να συνυπάρξει με τα σημάδια που άφησε ο νεκρός πατέρας τους στην ψυχή του, τα οποία όμως τον έχουν κάνει εσωστρεφή, ψυχρό και απόμακρο, ανίκανο να νιώσει οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα εκτός από θυμό και οργή.
Οι ομοιότητες ανάμεσά τους πολλές. Όπως και οι διαφορές τους. Όμως, το κοινό τους όνειρο, ο χορός, στον οποίον είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι, είναι εκείνο που θα ενώσει τους δρόμους τους, «προκαλώντας» τους να δουν τι είναι αυτό που υπερτερεί.
Μία σχέση που ξεκινάει από μια μεγάλη και αναίτια κόντρα για να οδηγήσει σε ένα πάθος που με τη σειρά του θα εξελιχθεί σε έναν μεγάλο έρωτα.
«Μέχρι το τέλος του χρόνου» είχαν ορκιστεί ν αγαπιούνται. Ήταν το δικό τους «για πάντα». Ωστόσο, μια στιγμή θα είναι αρκετή για να γκρεμίσει όσα με κόπο έχτισαν. Αρκετή για να χωρίσουν οι δρόμοι τους, και να μετατραπεί η αγάπη τους σε μίσος. Κι όμως, όσοι είναι γραφτό να είναι μαζί, το πεπρωμένο τούς φέρνει κοντά, ενώ, μέσα από συμπτώσεις, βρίσκει πάντα τον τρόπο για να τους δοκιμάσει.
Άραγε, η αγάπη είναι αρκετή για να μας κάνει ν αλλάξουμε;
Άραγε, μπορεί ν αντέξει μέχρι το τέλος του χρόνου;
Κρητικές του βιβλίου:
Κυρία
Παπαδημακοπούλου, θα ήθελα να σας καλωσορίσω στο Βιβλίο της Παρέας και να σας
ευχαριστήσω πολύ που δεχτήκατε να κάνουμε αυτή την συνέντευξη. Πρόσφατα διάβασα
το βιβλίο σας <<Μέχρι το τέλος του κόσμου>>. Θα θέλατε να μας πείτε
λίγα λόγια για το βιβλίο από την σκοπιά του συγγραφέα;
Καλώς σας βρήκα
και σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Το «Μέχρι το τέλος του χρόνου» είναι
μία ιστορία από εκείνες που μου αρέσει να διαβάζω. Είναι, κυρίως, μια
ιστορία χαρακτήρων, ένα ψυχογράφημα, ένα οδοιπορικό δύο ανθρώπων που καλούνται
να καταλάβουν ποιοι πραγματικά είναι, μα και ποια είναι η ζωή που θέλουν να
έχουν, ποιες είναι οι βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες τους. Πρωταγωνιστές είναι
η Κρυσταλλία και ο Κωνσταντίνος, με τον καθέναν απ’ αυτούς να βασανίζεται από
τους προσωπικούς του δαίμονες, ενώ και οι δύο έχουν βιώσει δύσκολες, τραγικές
οικογενειακές καταστάσεις, στα παιδικά τους χρόνια, που τους έχουν σημαδέψει
βαθιά. Αυτό τους δυσκολεύει στο να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο και να
αλληλεπιδράσουν με άλλους ανθρώπους, πολύ περισσότερο να εκφράσουν τα
συναισθήματά τους. Έχουν πολλές ομοιότητες μα και τεράστιες διαφορές, όμως τους
δένει ένα κοινό πάθος που δεν είναι άλλο από τον χορό, με τον οποίο σκοπεύουν
ν’ ασχοληθούν επαγγελματικά. Και στα πρώτα τους σοβαρά βήματα για να πετύχουν
τους στόχους τους, οι δρόμοι τους θα συναντηθούν και ανάμεσά τους θα υπάρξει
μία έκρηξη, μια φαινομενική αντιπάθεια που θα εξελιχθεί σ’ ένα πάθος
ακατανίκητο και σε μία αγάπη εγωιστική και ανεξέλεγκτη, όπως ανεξέλεγκτη θα
είναι και η κοινή τους πορεία. Οι ζωές τους είναι δεμένες με τρόπους που δεν
φαντάζονταν ποτέ, μυστικά απειλούν να τους διαλύσουν, όμως εκείνοι το παλεύουν.
Μέχρι που φτάνουν στο σημείο που οι αποφάσεις τους είναι καταστροφικές και ό,τι
με κόπο έχτισαν διαλύεται και καταρρέει, οι δρόμοι τους χωρίζουν και η αγάπη
τους μετατρέπεται σε μίσος. Όμως το πεπρωμένο τούς φέρνει κοντά για μία ακόμα
φορά δοκιμάζοντας τα θέλω και τις αντοχές τους, τα πρέπει και τα μη τους. Και
το μεγάλο ερώτημα είναι αν το δικό τους «για πάντα» μπορεί να ξεπεράσει τις
δυσκολίες και ν’ αντέξει, αν η αγάπη τους μπορεί να τους κάνει ν’ αλλάξουν και
ν' αντέξει μέχρι το τέλος του χρόνου. Άραγε, μπορεί;
Πώς σας
ήρθε η ιδέα για τη συγκεκριμένη ιστορία;
Tο
συγκεκριμένο βιβλίο ίσως και να είναι το αγαπημένο μου, απ' όσα έχω γράψει, και
αυτό γιατί περιέχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από μένα. Στην ιστορία αυτή
υπάρχουν αρκετά βιωματικά στοιχεία, όπως είναι η ενασχόλησή μου με το χορό -και
όχι μόνο-, άρα, σ’ έναν βαθμό, θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτή ήταν η
αφετηρία όλων. Όσoν
αφορά την εξέλιξη της ιστορίας, έχοντας μια μοιραία αγάπη στους τραγικούς ήρωες
και στο πως αυτοί μπορούν ν’ αλλάξουν μέσα από τις καταστάσεις που βιώνουν, όσο
σκληρές κι επίπονες κι αν είναι αυτές, όσα ακολούθησαν ήταν μονόδρομος. Βέβαια,
όσοι με γνωρίζουν ιδιαίτερα καλά, και έχουν διαβάσει το βιβλίο, ισχυρίζονται
πως η Κρυσταλία είναι ένας αντικατοπτρισμός του εαυτού μου, οπότε, μπορεί η
πραγματική μου έμπνευση να είναι ο ίδιος μου ο εαυτός. Ποιος ξέρει...
Τι
αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο σας; Ποιος νομίζετε ότι πληγώθηκε
περισσότερο σε αυτή την ιστορία, ώσπου να έρθει στο τέλος η λύτρωση και η
ηρεμία για όλους;
Αγάπησα το
γεγονός πως είχε πάρα πολλά κομμάτια από εμένα, από τη ζωή μου, το μυαλό μου,
την καρδιά μου, τις μνήμες μου, τα συναισθήματά μου. Όταν κάτι είναι τόσο πολύ
“εσύ”, τόσο πολύ δικό σου, δεν γίνεται να μην το αγαπάς, πολύ περισσότερο όταν
σε συγκινεί, φέρνει δάκρυα στα μάτια σου και κάνει την καρδιά σου να χτυπά λίγο
ποιό γρήγορα. Ακόμα κι αν το έχεις γράψει εσύ... Αυτό το θεωρώ σπουδαίο!
Νομίζω πως όλοι
πληγώθηκαν ισάξια, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και για τους δικούς του
λόγους. Όλοι μας έχουμε τους δαίμονες μας, ένα παρελθόν που δεν είναι απαραίτητο
όλοι να γνωρίζουν γι' αυτό, αλλά που τα σημάδια του, καμιά φορά, δεν κρύβονται,
όχι γιατί δεν θέλουμε, αλλά επειδή ούτε εμείς δεν ξέρουμε πως να τα κρύψουμε.
Και ίσως, τελικά, να μην χρειάζεται να το κάνουμε, γιατί είναι πιο
εποικοδομητικό να μάθουμε να ζούμε με αυτά. Όσο για τη λύτρωση... Αυτή είναι σχετική,
δεν την αντιλαμβάνονται, ούτε τη βιώνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ίσως να μην
είναι ολοκληρωτική και απόλυτη. Και ίσως να μην χρειάζεται να είναι.
Ποιος
ήρωας των βιβλίων σας θα θέλατε να ήσασταν, να κάνατε παρέα ή να συναντούσατε;
Η αλήθεια είναι
πως έχω υπάρξει αρκετοί από τούς ήρωές μου, στην πορεία της ζωής μου, οπότε
είναι λιγάκι δύσκολο ν' απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Αν κάποιον θα ήθελα να
ξανασυναντήσω, μάλλον αυτός θα ήταν ο Κωνσταντίνος από το “Μέχρι το τέλος του
χρόνου”, ίσως γιατί έχει υπάρξει -και ίσως επειδή όλοι έχουμε τις διαστροφές
μας και τα πάθη μας.
Τι τύπος
αναγνώστη είστε; Αυτός που δεν μπορεί να αντισταθεί σε ένα βιβλίο και η λίστα
με τα αδιάβαστα συνεχώς αυξάνεται, ή ο τύπος που θα τελειώσει το προηγούμενο
και θα αγοράσει το επόμενο;
Θέλοντας και μη,
λόγω δουλειάς, ανήκω στην πρώτη κατηγορία -αν και σε αυτήν άνηκα και πριν γίνω
του... χώρου. Δεν το θεωρώ ιδιαίτερα έξυπνο, πόσο μάλλον απαραίτητο, αλλά ο
καθένας έχει τα πάθη του. Σίγουρα, όμως, ειδικά σε δύσκολες οικονομικά εποχές
όπως αυτή που διανύουμε, ο κόσμος πρέπει να γίνει λίγο πιο προσεχτικός στις
αγορές του, να βάζει στη βιβλιοθήκη του τίτλους που πραγματικά θέλει να
αποκτήσει, και όχι να επηρεάζεται από τη μανία του: Πρέπει να αποκτήσω
περισσότερα!
Κατά τη
γνώμη σας, οι συγγραφείς θα έπρεπε να προβληματίζουν τους αναγνώστες
<<κεντρίζουν>> τη σκέψη τους, δηλαδή θα έπρεπε τα βιβλία να
αποτελούν <<τροφή για σκέψη>> ή ο σκοπός των έργων τους θα έπρεπε
να είναι καθαρά και μόνο ψυχαγωγικός;
Προσωπικά, δεν
πιστεύω στις ταμπέλες. Τις θεωρώ αφελείς, λάθος και... κακόγουστες. Σίγουρα
υπάρχουν βιβλία που μπορούν να χαρακτηριστούν ως πιο “ποιοτικά”, αλλά αυτό έχει
να κάνει με την ποιότητα της ίδιας της πένας τους, όχι τόσο με την ιστορία που
αφηγούνται. Ο καθένας από εμάς είναι διαφορετικός, ως άνθρωπος και αναγνώστης,
έχει διαφορετικές εμπειρίες, γνώσεις, ερεθίσματα, αντιλήψεις, άρα είναι εντελώς
διαφορετικά τα πράγματα που μπορεί να μας προσφέρουν τροφή για σκέψη ή για
προβληματισμό. Επιπλέον, δεν είναι ανάγκη όλα τα βιβλία να κρύβουν κάποιο
βαθύτερο νόημα. Καμιά φορά ίσως να είναι αρκετό να περάσουμε καλά με ένα
βιβλίο, να “ταξιδέψουμε”, να ονειρευτούμε. Αυτό, όμως, που κάθε βιβλίο πρέπει
να έχει, είναι το στοιχείο εκείνο που θα αγγίξει την ψυχούλα μας, που θα μας
συγκινήσει, που όταν το κλείσουμε, κάτι θα μας έχει αφήσει βαθιά μέσα μας.
Ποιους
Έλληνες συγγραφείς θαυμάζετε και για ποιον λόγο; Υπάρχουν συγγραφείς που ενώ
ακούγατε τα καλύτερα για την πένα τους, εσάς σας απογοήτευσαν;
Αγαπώ και θαυμάζω
αρκετούς Έλληνες συγγραφείς, κυρίως παλαιάς κοπής, όπως ο Μυριβήλης, ο Βενέζης,
ο Καραγάτσης, ο Ξενόπουλος, ο Σαμαράκης... Άλλωστε, με αυτούς μεγάλωσα, μέσα
από αυτούς γνώρισα και αγάπησα την λογοτεχνία. Όσον αφορά πιο σύγχρονους
συγγραφείς, εκτιμώ ιδιαίτερα την γραφή του Στέφανου Δάνδολου και του Γιάννη
Καλπούζου, αλλά λατρεύω τον Πολυχρόνη Κουτσάκη, όχι μόνο γιατί είναι φίλος,
αλλά γιατί η πένα του -και το χιούμορ του, που μοιάζει πολύ με το δικό μου-
μιλάει στην ψυχούλα μου.
Σίγουρα, ο
καθένας από εμάς, αγαπάει και θαυμάζει συγκεκριμένους συγγραφείς, για ακόμα πιο
συγκεκριμένους λόγους. Δεν είναι όλα τα βιβλία για όλους, όπως δεν είναι και
όλες οι “πένες” για όλους. Το ότι κάτι θα αρέσει σε μένα δεν σημαίνει πως θα
αρέσει σε σένα και το αντίστροφο. Άρα, η έννοια της απογοήτευσης σε τέτοιες
περιπτώσεις είναι σχετική. Μπορεί να υπάρξει, ως συναίσθημα, αλλά αυτό δεν
καθιστά ένα βιβλίο κακό. Ίσως, απλά, να μην ήταν για μένα.
Τι
αισθάνεσαι όταν πρέπει να γράψεις
κριτική για ένα βιβλίο, ενώ είσαι και η ίδια συγγραφέας;
Τίποτα το
ιδιαίτερο! Πρώτα απ' όλα, αυτή είναι η δουλειά μου. Καλώς ή κακώς, πληρώνομαι
για να αξιολογώ κείμενα και να κρίνω κατά πόσο θα έπρεπε να εκδοθούν ή όχι. Και
είναι κάτι που θεωρώ πως κάνω ιδιαίτερα καλά, αφού δεν κρίνω μόνο βάση
προσωπικών γούστων, αλλά και εμπορικής διάθεσης της αγοράς, δύο πράγματα που
μπορούν να έρθουν σε μεγάλη κόντρα μεταξύ τους. Έχει τύχει να προτείνω βιβλίο
που δεν μου άρεσε πολύ, αλλά θεώρησα πως εμπορικά θα πήγαινε καλά -και πράγματι
πήγε εξαιρετικά καλά- ή και το αντίστροφο, βιβλίο που λάτρεψα, να το έκρινα ως
αντιεμπορικό. Ωστόσο, ως προς αυτό το σκέλος της δουλειάς μου, ασχολούμαι μόνο
με βιβλία που έρχονται από το εξωτερικό, όχι με ελληνικά, και αυτό είναι
προσωπική μου επιλογή. Σχετικά με τις κριτικές, κανένα πρόβλημα δεν έχω με
αυτές γιατί είναι η προσωπική μου άποψη, και κανείς δεν μπορεί να μου την
στερήσει αυτή, την εκφράζω πάντοτε με μεγάλο σεβασμό και χωρίς ειρωνείες ή
κακίες, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαι αναγνώστρια πολλά περισσότερα
χρόνια απ' όσα είμαι... “συγγραφέας”. Και όπως ασκώ κριτική, έτσι δέχομαι
κριτική. Μπορεί να μην συμφωνώ απαραίτητα μαζί της, αλλά δεν είναι και η
δουλειά μου αυτή.
Ποιοί
παράγοντες ή καταστάσεις θεωρείς πως πρέπει να συντελούν ώστε να ξεκινήσει
κανείς να γράφει ένα βιβλίο;
Το βασικότερο όλων είναι να βρίσκεσαι σε καλή διάθεση. Τι
εννοώ με αυτό; Να έχεις πραγματικά όρεξη, για να μην πω ανάγκη, να γράψεις, και
όχι να το κάνεις επειδή πρέπει ή γιατί το αντιμετωπίζεις ως δουλειά ή
υποχρέωση. Ακόμα κι αν έχεις έμπνευση, όταν βρίσκεσαι σε μια αδιάκοπη συνθήκη
πίεσης προκειμένου να γράψεις, μόνο σε ένα μέτριο αποτέλεσμα μπορεί όλο αυτό να
σε οδηγήσει. Γι' αυτό, πρέπει να είσαι ήρεμος, ψυχικά και διανοητικά, μα και να
κάνεις ό,τι κάνεις με χαμόγελο και γιατί όχι, με ένα καρδιοχτύπι σε κάθε σελίδα
που υπογράφεις.
Ποια
είναι η καθημερινότητα σας;
Αυτή που είναι
και κάθε άλλου μέσου ανθρώπου, όπως είμαι εγώ. Όταν είσαι εργαζόμενη γυναίκα,
σύζυγος, νοικοκυρά, μα πάνω απ' όλα μαμά, το να θεωρείς πως η καθημερινότητά
σου μπορεί να είναι ιδιαίτερα διαφορετική από τα συνηθισμένα -ίσως και
τετριμμένα-, μάλλον σε καθιστά αφελή. Παρ' όλα ταύτα, προσπαθώ πάντα να βρίσκω
χρόνο και για μένα, για τα πράγματα που αγαπάω (βιβλία, σειρές, anime,
manga,
σινεμά), μα και γι' αυτούς που αγαπάω, τόσο για τους φίλους μου -που πάντα ο
χρόνος μαζί τους είναι πολύτιμος-, όσο και για τον γιο μου με τον οποίο περνάμε
πολλές ώρες μαζί κάνοντας πολλά ωραία και δημιουργικά πράγματα.
Τι άλλο
ετοιμάζετε; Τι να περιμένουμε από τη Γιώτα;
Για να είμαι
απόλυτα ειλικρινής, αυτή την περίοδο έχω αφοσιωθεί στις καθαρόαιμες
επαγγελματικές μου δραστηριότητες, με τον χρόνο μου να είναι αρκετά
περιορισμένος. Ωστόσο, έχω παραδώσει στον εκδοτικό μου οίκο το επόμενό μου
βιβλίο, το οποίο κι ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει. Σε ό,τι αφορά το μέλλον...
Ιδέες υπάρχουν πολλές, καλά να είμαστε, να μπορούμε να “συνταξιδεύουμε”!
Για το Βιβλίο της Παρέας
Λίτσα Λαμπρακοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου