Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Μια εικόνα - Χίλιες λέξεις: "ΤΟ ΣΑΚΙΔΙΟ" - Για την στήλη ΜΙΣΕΛΕΝ: Ελενα Καλογεροπούλου, Μαρία Μισσέ & Αννα Ζηλάκου!

Το σακίδιο 
 
 Το κοίταξε εκείνη τη μέρα στην άκρη του δρόμου. Πάνω σε σκαλοπάτι πλάι στο τεράστιο αυτό γράμμα που σχηματίζει την αρχή του "ΟΧΙ". Όχι δεν ήθελε να θυμάται πια. Θα άφηνε τον πόνο να τον πάρει η λήθη... Και μαζί μ' αυτόν και εκείνο το χακί ξεφτισμένο σακίδιο με τις αναμνήσεις της. Δεν ήθελε να το πετάξει στα σκουπίδια.... Κάτι την κρατούσε, μία σιωπηρή απαγόρευση, μία άυλη εσωτερική ανάγκη. Ήθελε να το αποχωριστεί χωρίς να ελπίζει να το ξαναδεί σαν να την διαπερνάει μια γλυκιά λεπίδα μέσα της. Έπρεπε να πει επιτέλους το τελευταίο αντίο σε ένα τόσο αγαπημένο μα συνάμα στείρο εν τέλει παρελθόν. Ένα παρελθόν που ο, τι της είχε απομείνει πέρα από τις αναμνήσεις που της κομματιαζαν γλυκά την ύπαρξη, υπήρχε προσεχτικά κλεισμένο εκεί μέσα. Καθόταν - ώρες ολόκληρες πρέπει να ήταν - δίπλα του χαμένη, προσπαθώντας, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει μέσα της τη δύναμη να γυρίσει την πλάτη και να φύγει. Μακριά. Πόση προσπάθεια... Τόσοι άνθρωποι βλέπουν μα δεν καταλαβαίνουν. Δεν ξέρουν τί μπορεί να περνάει ο καθένας που βρίσκουν στο διάβα τους κι έτσι κρίνουν. Έτσι απλά. Έτσι ρηχά...Της ξέφυγε ένα πικρό, πνιχτό γέλιο από τα χείλη. Έστρεψε το βλέμμα στο σακίδιο. Μετέφερε ένα απαλό φιλί με το χέρι της και μετά σηκώθηκε και απομακρυνθηκε αργά αφήνοντας πίσω και ένα κομματάκι από το είναι της. Εκεί. Μέσα σε ένα ξεφτισμένο σακίδιο. Στην άκρη κάποιου δρόμου....
 
                                                                                                                                 Άννα Ζηλάκου

 
Το σακίδιο
 
 - Τρέξε, τρέξε σου λέω... Θα μας φτάσουν!
 - Δεν μπορώ... Δεν αντέχω άλλο... 

 
Μιαν ανάσα μόνο. Ασε με να πάρω μιαν ανάσα. Οι δύο σκιές έτρεχαν εδώ και ώρα μέσα στους σκοτεινούς δρόμους. Εκαναν ασπίδα τους τις μισογκρεμισμενες μάντρες και τους ζωγραφισμένους τοίχους για να προστατευθουν. Ηξεραν πως πρέπει να κρυφτούν. Ηξεραν πως το αληθινό σκοτάδι έτρεχε ξωπισω τους. Πιασμενοι χέρι χέρι θέλησαν να κρυφτούν από την μοίρα... Χωρίς να ξέρουν, χωρίς να φαντάζονται πως εκείνη καθόταν σκεπτική στο σκαλοπάτι μπροστά τους και περίμενε... 
Το αγόρι κοντοσταθηκε και κοίταξε στα μάτια το κορίτσι με τα μαύρα, μακριά μαλλιά. Αφησε ένα χάδι στο κατάλευκο πρόσωπο της και της έδειξε το σκαλοπάτι. 
 -"Καθησε μόνο για δύο λεπτά... Δεν νομίζω πως τους έχουμε ξεφύγει αρκετά. Κινδυνευουμε!" 
 Άφησε το σακίδιο που κουβαλούσε στην πλάτη του να πέσει απ' τους ώμους του και το φερε μπροστά στα χέρια του. Βαλθηκε να ψαχουλευει με μανία το περιεχόμενο του όταν με την άκρη του ματιού του έπιασε μια σκιά να κινείται παράπλευρα αριστερά τους. 
Δεν είχαν χρόνο... Δεν σκέφτηκε... Δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή. Επεσε ολόκληρος επάνω της. Η μια σφαίρα τον βρήκε χαμηλά στο νεφρό και η δεύτερη σφηνώθηκε με δύναμη στα πλευρά του. Το αίμα του σχηματιζε πηχτα, πορφυρα ρυάκια βάφοντας ατσαλα την ολόλευκη μπλούζα του. 
 
Η σκιά χάθηκε... Πότισε με αίμα τα όνειρα τους και εξαφανίστηκε. Το κορίτσι τρέμοντας, τον ξάπλωσε ανάσκελα στο σκαλοπάτι. Πεταξε το σακίδιο σε μιαν άκρη και κλαίγοντας του φώναζε. 
  - "Μη με αφήσεις...σε παρακαλώ.. Μην με αφήσεις! Το υποσχέθηκες!" 
 
Περιπλανώμενο στον θολό κόσμο του πόνου,το αγόρι άνοιξε για λίγο τα μάτια του. Αντικρυσε τον μελαχρινό του άγγελο και χαμογέλασε αχνά.
 - " Άνοιξε τα μάτια σου... Κοίταξε με. Μην φεύγεις, με ακούς? Μην φευγεις. Μιαν ανάσα... Πάρε ακόμα μιαν ανάσα. 
 
"Ένα ξεπνοο - "Μέσα στο σακίδιο...." κι ένα ακόμη πιο ξεπνοο "Σ'αγαπω" έσβησε στα χείλη του. 
 Κι ύστερα το αγόρι έκλεισε τα μάτια κι έφυγε μακριά της... Έσυρε το πλημμυρισμένο βλέμμα της μέχρι το σακίδιο και θυμήθηκε τα λόγια του. Το άνοιξε και ανακάτεψε τα σκόρπια πράγματα μέχρι που την βρήκε. Μια φωτογραφία τους,από τότε που ήταν παιδιά.Καθισμενοι αγκαλιά σε μια πέτρα,με τον ήλιο να βάφει κόκκινο τον ουρανό πίσω τους και τα χέρια τους πλεγμένα σ'έναν δεσμό αγάπης. Τη γύρισε απ'την ανάποδη και διάβασε... 
 
                                                       " Ειρήνη και Λευτέρης" 
                                       Δικός σου μέχρι την την τελευταία μου πνοή
 
Η μοίρα την κοίταξε δακρυσμένη... Περίμενε μαζί της... Κι έπειτα την έπιασε απ'το χέρι και προχώρησαν με βαριά βήματα. Το σακίδιο το άφησαν εκεί. Καμια τους δεν άντεχε να το σηκώσει! 
 
                                                                                                                      Έλενα Καλογεροπούλου
 
Το σακίδιο. 
 
Έμεινε μόνο του. 
Εγκαταλελειμμένο; Ξεχασμένο; 
Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν θυμάται πια. Ίσως κάποιος το αναζητά. Ίσως κάποιοι αναζητούν αυτόν. Κανείς δεν θέλει να ξέρει. Κανένας δεν θέλει να θυμάται. 
Κι αυτό εκεί, πάνω στο βρωμισμενο σκαλοπάτι. Αυτό που βρωμισε από ανθρώπους καθαρούς. 
Περνάν οι μέρες, οι εποχές περνούν. Κανείς δεν το αναζητά. 
Όμως κόντρα στο κρύο και στη ζέστη, εκείνο περιμένει. Αλλά μάταια ... 
Όλοι προσπερνούν... Αποστρεφουν το βλέμμα... Δεν τους αφορά λένε.. 
Κάποτε σαν πέρασαν χρόνια και χρόνια ένα ξυπόλυτο παιδί με μια γυμνή καρδιά στα χέρια το πρόσεξε. Η βρώμα δεν το ένοιαξε... Κάθισε δίπλα του... Διστακτικά... 
Με αργές κινήσεις το άνοιξε, μη και το τρομάξει, έβγαλε από μέσα ένα μάτσο σχισμένα όνειρα, ένα κουτί που κάποτε έκλεινε ελπίδες.. 
Ένα θλιμμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. 
Έκλεισε την καρδιά στο κουτί και κρύβοντας το μέσα στο ξεχασμένο σακίδιο το φόρεσε στην πλάτη του κι έφυγε... 
Μακριά από το βρώμικο σκαλοπάτι... 
                                                                                                                          
                                                                                                                         Μαρία Μισσέ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου