Η ζωή της κυλούσε ήσυχα, σχεδόν μηχανικά. Ένας γάμος με τη σφραγίδα της συνήθειας, ένα σπίτι που λειτουργούσε στην εντέλεια, ένας άντρας που στάθηκε πλάι της με την οικειότητα της συνήθειας, όχι με τη φλόγα της αγάπης. Εκείνη χαμογελούσε, μα μέσα της έσβηνε. Οι μέρες έμοιαζαν ίδιες, κι ο χρόνος κύλαγε σαν νερό που δεν αφήνει τίποτα πίσω του. Δεν υπήρχε έλλειψη αγάπης, μα έλλειψη παρουσίας. Όταν τα βλέμματα σταματούν να συναντιούνται και οι κουβέντες περιορίζονται στο “πώς πέρασες σήμερα”, τότε η σιωπή γίνεται ο τρίτος ανάμεσά τους. Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, μια γυναίκα χάνει τον εαυτό της.
Όλα αλλάζουν ξαφνικά, όχι από επιλογή, αλλά από εκείνα τα γεγονότα που δεν τα περιμένεις και όμως σε ξεριζώνουν. Ένα συμβάν που συγκλονίζει την κόρη της έρχεται σαν κεραυνός να διαλύσει το πέπλο της ψευδαίσθησης. Η ζωή της, που έμοιαζε ακίνητη, αρχίζει να κινείται με ορμή. Ο πόνος της κόρης της γίνεται ο καθρέφτης μέσα στον οποίο αναγκάζεται να δει τη δική της ψυχή. Και τότε όλα όσα είχε θάψει, φόβοι, σιωπές, απωθημένα, αναδύονται στην επιφάνεια με ορμή. Η γυναίκα που έμαθε να σιωπά, τώρα πρέπει να μιλήσει. Η γυναίκα που έμαθε να υπομένει, τώρα πρέπει να ζήσει.

