Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Διαβάζοντας το βιβλίο, "Το Παιδί με τη ριγέ μπλούζα", της Έλενας Χουσνή, εκδόσεις Κύφαντα, απο την ΣΟΦΙΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΓΗ!

          Δεν ξέρω τον ακριβή τρόπο για να γράψω γι΄ αυτό το βιβλίο. Είναι που πονάς πολύ όταν το διαβάζεις, είναι που ο πόνος συνεχίζει να υπάρχει στο μυαλό και όταν το κλείσεις. Η Έλενα Χουσνή καταφέρνει με την ιστορία του βιβλίου της, Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα, να κάνει τον αναγνώστη ν΄ αναζητά, με μάτια γεμάτα αγωνία, όλα τα παιδικά μπλουζάκια με τις χρωματιστές ρίγες, στα πάρκα, στα σχολεία, στους δρόμους, για να σιγουρευτεί πως τα παιδιά που τις φορούν δεν κρύβουν τρόμο και φόβο στα μάτια τους.

          Δεν είναι μόνο η εξαιρετική αστυνομική πλοκή που έχει αυτό το μυθιστόρημα το πλεονέκτημά του, όσο το γεγονός ότι για να δημιουργηθεί, η συγγραφέας, άντλησε έμπνευση κι επεξεργάστηκε μια θεματολογία αληθινή, που αφορά στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, κι αποτελεί κατάσταση σ΄ ένα οργανωμένο κράτος του σύγχρονου κόσμου, αλλά και παγκόσμια πλέον συνθήκη. Έτσι, αυτόματα, κερδίζει επάξια τον τίτλο ενός κοινωνικού μυθιστορήματος που καταδεικνύει με σκληρό τρόπο το μεγάλο πρόβλημα του ηλεκτρονικού εγκλήματος, της παιδικής πορνογραφίας, της παιδοφιλίας και της ενδοοικογενειακής βίας και την ανεξέλεγκτη πορεία που έχει πάρει.

Ένα επικοινωνιακό σύστημα πομπού και δέκτη ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, με πομπό ένα αγόρι κακοποιημένο και έναν διεστραμμένο άντρα που ανεμίζει με έξαψη και θρίαμβο το ριγέ μπλουζάκι του πάνω από το πτώμα του. Για δύο καθοριστικά λεπτά, όλα σταματούν και όλα ξεκινούν και παίρνουν θέση δέκτη γύρω από το σώμα αυτό. Τα πάντα αρχίζουν να κινούνται, να δρουν και ν΄ αντιδρούν σε σχέση με το πρόσωπο αυτής της φωτογραφίας. Όλα τα πρόσωπα-ήρωες της ιστορίας κινούνται γύρω από τους εαυτούς τους, σε δικές τους ιστορίες, και χτίζουν σιγά σιγά την αιτία και το αποτέλεσμα, το πρόβλημα και το συμπέρασμα.

Ο Φωκίωνας είναι επικεφαλής στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και βρίσκεται στα ίχνη μιας σπείρας που ασχολείται με σωματεμπορία παιδιών και γυναικών, η Νάνσυ είναι δημοσιογράφος και ψάχνει το θέμα που θα εκτοξεύσει την φήμη της και θα την κάνει να βγει από το τέλμα της επαγγελματικής συνήθειας. Η συνάντησή τους είναι τυχαία ή και όχι. Μπορεί τίποτα να μην είναι τυχαίο σε αυτήν την ιστορία. «Ψάξε παντού και κυρίως σε αυτά που σου φαίνονται ασήμαντα», λέει ο μέντορας και πρώην αρχισυντάκτης της Νάνσυ, αλλά στην πραγματικότητα είναι παραίνεση για τον αναγνώστη η συμβουλή. Οι παράλληλες ιστορίες του βιβλίου, αν και αρχικά δεν  φαίνονται από πουθενά πώς συνδέονται και είναι περιγραφικές, θα γίνουν τελικά οι αιτίες που εστιάζουν στο πρόβλημα που πραγματεύεται το βιβλίο. Η Μυρτώ προσπαθεί να φύγει από ένα οικογενειακό περιβάλλον που της κάνει κακό. Βρίσκει ένα αγόρι που η σιωπή του και η αδιαφορία του φαντάζουν στα μάτια της λύση και λύτρωση. «Καλύτερα εξαφανισμένος κι αδιάφορος παρά να με δέρνει και να κάνει φασαρία». Η οικογένεια από την οποία φεύγει η Μυρτώ και αυτή στην οποία μπαίνει περιγράφουν ουσιαστικά όλες εκείνες τις οικογένειες στις οποίες μπορεί να παραχθεί βία, σεξουαλική, λεκτική ή σωματική. Η ιστορία ενός επιφανούς δικηγόρου που το εύκολο χρήμα τον διαβρώνει και τον μετατρέπει σε εγκληματία, δείχνει μια άλλη κοινή εικόνα των καιρών. Η ήσυχη και ομαλή ζωή, κατ΄ επίφαση, ενός μεσήλικου ζευγαριού πολιτικών μηχανικών, δεν μπορεί με τίποτα να οδηγήσει στη σκέψη πως μέσα στο σπίτι αυτό ο πατέρας ενός μικρού κοριτσιού βιάζει το ίδιο του το παιδί με τη συνενοχή της μητέρας του. Μια γυναίκα φεύγει από το σπίτι της γιατί δεν αντέχει το ξύλο που μπήκε ξαφνικά στη ζωή της  και προσπαθεί να βρει δουλειά από το ίντερνετ. Η οικονομική και κοινωνική κρίση είναι οι κοινοί συνδετικοί κρίκοι όλων των ιστοριών. Όπου υπάρχει κρίση δημιουργείται εύρωστο περιβάλλον για την ηλεκτρονική βία, για το ηλεκτρονικό έγκλημα, που είναι πιο μπροστά από όλους. Οι ιστορίες δένονται με τρόπο έξυπνο και εφευρετικό για να περιγράψουν μια τρομακτική αλήθεια: «Τα κτήνη που κάνουν αυτά τα εγκλήματα είναι φυσιολογικοί άνθρωποι», εξηγεί ο Φωκιών. «Εννοώ, πως μέχρι ν΄ αποδειχθεί η διαστροφή τους, τίποτα, στην προσωπική, ιδιωτική, την κοινωνική, την οικογενειακή, την επαγγελματική τους ζωή δεν παραπέμπει σε τέτοιου είδους διαστροφή».

Η ιστορία θα πάρει ραγδαία εξέλιξη και θα πλημμυρίσει τον αναγνώστη με αγωνία και αμφιβολία, μέχρι να φτάσει στο τέλος. Θα πω πως από τη στιγμή που αρχίζουν να συνδέονται, όσα φαίνονται τυχαίες ιστορίες, τα πάντα αλλάζουν τροπή  και λύνονται όλες οι απορίες που προκύπτουν κατά την διάρκεια της ανάγνωσης.

Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Η Νάνσυ αγαπάει το βαλς της άνοιξης, του Σοπέν και το ακούει στο αυτοκίνητό της, ως λύτρωση της ελευθερωμένης ψυχής της, αλλά θα ήταν, ίσως, περισσότερο ιδανικό, αν ο αναγνώστης άκουγε το Escape, του Philip Class, όσο διαβάζει το βιβλίο -ταιριάζει απόλυτα με τις διακυμάνσεις που παίρνει η ψυχή του αναγνώστη όσο δένεται και δίνεται στην ιστορία. Αν και το γκροτέσκο στοιχείο (κωμικοτραγικό, παράδοξο) που βλέπει η Νάνσυ στις παιδικές ζωγραφιές των σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών, το εξηγεί η ψυχολόγος με δραματικό τρόπο στη δημοσιογράφο, λογοτεχνικό γκροτέσκο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ίδιο το θέμα του βιβλίου (ο Βίκτορ Ουγκό, στο θεατρικό του έργο Κρόμβελ, ως γκροτέσκο θεωρεί το ζωώδες και πρωτόγονο στοιχείο που διατηρεί ο άνθρωπος κι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα ευγενικά και υψηλά αισθήματα του ανθρώπινου είδους. Άλλωστε για παρωδία ανθρώπων μιλάμε σε αυτή την θεματική περίπτωση). Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα δεν κρύβει με μεταφορές ή λυρισμό την αλήθεια, τουναντίον, τη ξεγυμνώνει και τη στήνει στον τοίχο ως απελπιστικό σημείο των καιρών. Κατακρίνει την έλλειψη ιδιωτικότητας, που έχει κάνει το διαδίκτυο κοινόχρηστο σπίτι όλων των ανθρώπων και στερεί τις προσωπικές στιγμές και την ελεύθερη βούληση των χρηστών του. Η διείσδυση στις σκοτεινές γωνιές του διαδικτύου με αποκαλυπτικό τρόπο δείχνει το πόσο ευάλωτος είναι ο σημερινός κόσμος σε κάθε είδους ηλεκτρονικής βίας και εγκληματικής συμπεριφοράς. Εντείνει την αγωνία, με στοιχεία επανάληψης (μια κοπέλα καθαρίζει έναν πάγκο με την ίδια κίνηση, τα φανάρια αναβοσβήνουν ρυθμικά, ο τρόπος που ανακατεύεται ο αφρός του καφέ, όλα σαν ρολόι που μετρά με χτύπους, εκκωφαντικά, την αγωνία). Μια επανάληψη οδυνηρή που σταματά στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όταν η δράση αντικαθιστά κάθε είδους στατικότητα.  Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αφήνει την αίσθηση της απόγνωσης και της απελπισίας να οριστεί ως μήνυμα  της ιστορίας.

Η πυραμίδα που στήνει η Νάνσυ, κάθε φορά που προσπαθεί να φτιάξει το δημοσιογραφικό της θέμα, είναι ακριβώς η ίδια μορφή που έχει και το βιβλίο. Η βάση είναι μια γυναίκα που βρίσκεται πεθαμένη, σ΄ ένα χωριό. Η στάση της είναι εμβρυϊκή. Η ορμέμφυτη αυτή στάση κρύβει τη μνήμη που έχει το σώμα και την ανακαλεί όταν νιώσει πληγωμένο. Θέλει να επανενωθεί με τον ομφάλιο λώρο. Η κορυφή της πυραμίδας είναι το παραμύθι του Μίσχου. Η βάση και η κορυφή ταυτίζονται και δηλώνουν ελπίδα. Πρέπει η ελπίδα να είναι το μέσο συμφιλίωσης με τη ζοφερή πραγματικότητα που παρουσιάζεται στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Πρέπει να γίνει ορισμός της ανθρώπινης βούλησης η λογική και οι αρετές που κατέχει η ανθρώπινη φύση, έναντι της διαστροφής και της παράνοιας που κατακλύζουν τον κόσμο αυτό.

Σας συμβουλεύω, αυτήν τη φορά, να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου