Καμία προσευχή δεν ειπώθηκε κι όμως, οι ψυχές δεν σωπαίνουν. Από τον Φεβρουάριο του ’50, όταν μια ομάδα ηττημένων του εμφυλίου αποφάσισε να ληστέψει έναν δωσίλογο, μέχρι τον Γενάρη του ’86, όταν η Μελίνα Γρηγορίου ανακαλύπτει πως η ίδια της η ύπαρξη είναι χτισμένη πάνω σε μυστικά, το Σκοτεινό κουβαλάει πάνω του το βάρος μιας αλήθειας που δεν θάφτηκε ποτέ.
Η ληστεία εκείνη, που ξεκίνησε σαν σχέδιο σωτηρίας, κατέληξε σε σφαγή. Ο αρχηγός της ομάδας έπεσε νεκρός από την καραμπίνα του δωσίλογου, κι οι σύντροφοί του γύρισαν στο χωριό άδειοι, με τα μάτια γεμάτα τρόμο και ενοχή. Ο παπα-Γρηγόρης, άλλοτε αγωνιστής και τώρα ράσος, έμεινε να κουβαλάει το βάρος – το μυστικό, την ενοχή, την κατάρα. Από εκείνη τη νύχτα, ολόκληρο το Σκοτεινό έγινε ένας τόπος που ανασαίνει σκιές.
Και μετά έρχεται η Μελίνα. Κυνηγημένη από σκευωρίες, προδομένη από ανθρώπους και θεσμούς, γονατισμένη από μια ζωή που της έκλεισε την πόρτα. Η ετοιμοθάνατη μητέρα της, μέσα σε ριπές ανάσας, της πετάει την αλήθεια σαν μαχαιριά: «Δεν είσαι δικό μου παιδί». Ό,τι ήξερε γκρεμίζεται. Το νήμα την οδηγεί στο Σκοτεινό. Εκεί, ο παπα-Γρηγόρης είναι το μόνο κλειδί για τις ρίζες της. Μα κάθε απάντηση που παίρνει, ανοίγει κι έναν καινούριο λάκκο.
Η ελληνική επαρχία ζωντανεύει με τρόπο που πονάει. Το καφενείο γεμάτο καπνό και ψιθύρους, οι γειτόνισσες που σωπαίνουν πίσω από τις κουρτίνες, οι δρόμοι που ξέρουν περισσότερα απ’ όσα λένε. Το Σκοτεινό δεν είναι σκηνικό, είναι πρωταγωνιστής. Ένα χωριό που κουβαλάει τα φαντάσματά του, ένα μέρος που ζει με σιωπές και ψέματα.
Ο Αζαριάδης κόβει την πλοκή σε μικρά, κοφτά κεφάλαια – σαν χτύπους καρδιάς. Οι διάλογοι είναι αληθινοί: πικρό χιούμορ, αλήθειες που καίνε, μισόλογα που στάζουν δηλητήριο. Οι ανατροπές δεν είναι πυροτεχνήματα, είναι πληγές που ανοίγουν ξανά. Κι όσο πιο βαθιά μπαίνεις, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνεις: σε αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν αθώοι.
Ο παπα-Γρηγόρης, με το ράσο του να σκεπάζει ενοχές, η Μελίνα με το βλέμμα της να ψάχνει λύτρωση, οι σύντροφοι της ληστείας που γύρισαν χωρίς λεφτά αλλά με αίμα στα χέρια. Ολοι είναι κομμάτια μιας θείας δίκης που αργεί, μα δεν ξεχνά ποτέ. Όλοι θα πληρώσουν. Με αίμα, με σιωπή, με το ίδιο τους το όνομα.
"Καμία προσευχή για τους πεθαμένους" δεν είναι απλώς αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι μια γροθιά στο στομάχι. Ένα σκοτεινό τραγούδι για το πώς τα μυστικά στοιχειώνουν γενιές, για το πώς το παρελθόν, όσο κι αν το θάψεις, πάντα επιστρέφει για να ζητήσει λογαριασμό. Είναι ένα βιβλίο που δεν σε αφήνει αλώβητο. Σε κοιτάζει στα μάτια και σε αναγκάζει να θυμηθείς πως η δικαιοσύνη δεν είναι ποτέ καθαρή, κι ότι καμία ψυχή δεν αναπαύεται χωρίς την τελευταία προσευχή.
Κι όταν αυτή η προσευχή δεν ειπωθεί…
μήπως τότε οι ζωντανοί είναι οι αληθινά καταδικασμένοι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου