Ένα «σ’ αγαπώ» που δεν ειπώθηκε ποτέ μπορεί να γίνει πληγή που ματώνει μια ολόκληρη ζωή. Στις σελίδες του βιβλίου της Στέλλας Καλλέ, η σιωπή αποκτά φωνή, παίρνει σάρκα και οστά, και μας δείχνει πώς η έλλειψη της αγάπης μπορεί να καθορίσει μοίρες, να διαμορφώσει χαρακτήρες, να στοιχειώσει γενιές.
Η ιστορία μάς οδηγεί στον Έβρο, σ’ ένα χωριό που μυρίζει φτώχεια και αγωνία, εκεί όπου η Φούλα σκληραίνει με κάθε γέννα, με κάθε παιδί που φέρνει στον κόσμο. Όταν ήρθε στον κόσμο η μικρότερη, η Αθηνά, ούτε που θέλησε να τη δει, ούτε να την αγκαλιάσει. Έτσι ξεκινά η ζωή ενός κοριτσιού που μεγάλωσε ανεπιθύμητο, σε ένα σπίτι όπου η αγάπη φοβόταν να ξεμυτίσει.
Η Αθηνά μεγαλώνει πλάι στις αδελφές της, όλες τους καθρέφτες της ίδιας στέρησης, κορίτσια που διδάχτηκαν από μικρές ότι το χάδι είναι πολυτέλεια και η τρυφερότητα ντροπή. Ο πατέρας, πιο ήπιος και τρυφερός, ήταν το μόνο της στήριγμα, μα δεν αρκούσε. Έτσι το κορίτσι έγινε ψυχρό, απότομο, κλειστό, ένας χαρακτήρας άνυδρος, που έμαθε να επιβιώνει χωρίς αγάπη, μα και με μια σπίθα ειλικρίνειας και αυθορμητισμού που δεν έσβησε ποτέ.
Ο δρόμος της ζωής της στρώνεται με αγκάθια. Ενας βιαστικός γάμος σε μικρή ηλικία, μια μητρότητα που ήρθε προτού προλάβει να μάθει τι σημαίνει στοργή, κι ένας άντρας, ο Γιώργος, που αποδείχθηκε βάρος και πληγή. Μικρόψυχος, τεμπέλης και εγωιστής, ήρθε να επιβεβαιώσει στην Αθηνά πως ακόμη κι εκεί που περιμένεις το στήριγμα, μπορεί να βρεις μόνο πίκρα.
Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχουν φιγούρες που της δίνουν ανάσα. Η θεία με τις γνώσεις για τα μελλούμενα, οι φίλοι που στάθηκαν σαν οικογένεια, τα παιδιά που ζητούσαν από εκείνη ό,τι και η ίδια στερήθηκε. Η καθημερινότητα άλλοτε κυλά σαν μίζερη ρουτίνα κι άλλοτε τινάζεται από συγκρούσεις. Η μετανάστευση στη Γερμανία και οι δυσκολίες προσαρμογής, η επιστροφή στην πατρίδα, οι σκληρές δουλειές, οι ελλείψεις, τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στην ίδια συναισθηματική έρημο.
Η Καλλέ χτίζει μια αφήγηση που δεν ωραιοποιεί. Η Αθηνά δεν παρουσιάζεται σαν θύμα, μα ούτε σαν ηρωίδα. Είναι γυναίκα με πληγές και ελαττώματα, με στιγμές που πληγώνει όσο κι αν πληγώνεται. Μια μάνα που θέλει να πει «σ’ αγαπώ» στα παιδιά της, μα οι σιωπές της είναι πιο δυνατές. Μια γυναίκα που θα μετανιώσει, αλλά δεν θα βρει ποτέ τον δρόμο να διορθώσει.
Η συγγραφέας μάς δίνει ένα ψηφιδωτό σκηνών και χαρακτήρων: ο σταθμός της ελπίδας, ένα δέμα με ρούχα που φέρνει ανάσα στα παιδιά, οι παλιές παραδόσεις που στήνουν το σκηνικό μιας εποχής, οι μικρές καθημερινές στιγμές που αποκαλύπτουν τον βαρύ ίσκιο της στέρησης. Κάθε λεπτομέρεια έχει βάρος, κάθε πρόσωπο αφήνει αποτύπωμα.
Η μεγαλύτερη αλήθεια που ξεπροβάλλει μέσα από τις σελίδες είναι μία: ό,τι δεν παίρνεις, δύσκολα μπορείς να το δώσεις. Η Αθηνά στερήθηκε την αγάπη, κι έτσι δεν έμαθε ποτέ πώς να την προσφέρει. Και όμως, η ιστορία της δεν είναι μόνο σπαραγμός, είναι και μια υπόμνηση. Πως η αγάπη είναι η μόνη γλώσσα που μπορεί να λυτρώσει, η μόνη δύναμη που μπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο της στέρησης.
Η γλώσσα της Καλλέ λιτή και αιχμηρή, δεν χαρίζεται, δεν ωραιοποιεί. Ζωγραφίζει χαρακτήρες γυμνούς, τοποθετεί τον αναγνώστη σε δωμάτια χωρίς φως, σε σπίτια χωρίς αγκαλιά, και τον αναγκάζει να αναμετρηθεί με τα δικά του ανείπωτα. "Το Σ’ αγαπώ που δεν είπα" δεν είναι απλώς μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Είναι μια κραυγή για όλα εκείνα τα λόγια που μένουν στη σιωπή και βαραίνουν γενιές.
Κλείνεις το βιβλίο και δεν μπορείς να μη ρωτήσεις τον εαυτό σου: Πόσες ζωές θα χαραμιστούν ακόμη, μόνο και μόνο επειδή δεν ειπώθηκε ένα «σ’ αγαπώ»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου