Μερικές φορές, η απώλεια δεν έρχεται με κρότο. Έρχεται σαν ψίθυρος που σιγά-σιγά γίνεται κραυγή. Έρχεται σαν μια μυρωδιά καπνού που μπαίνει από τη χαραμάδα, σαν μια ματιά που ξέρεις ότι δεν θα ξανασυναντήσεις. Εκείνο το βράδυ, η Πόλη δεν έσβησε μόνο τα φώτα της· έσβησε ένα κομμάτι από την ψυχή όσων την αγαπούσαν.
Ο Βόσπορος λάμπει στο φως του απογεύματος, κι όμως κάτι βαρύ αιωρείται στον αέρα. Οι ήχοι της Πόλης —καμπάνες, μουεζίνης, φωνές μικροπωλητών— απλώνονται σαν μουσική που προσπαθεί να καλύψει τον υπόκωφο παλμό μιας καταιγίδας που πλησιάζει.
Ο Στέφανος Βλαστός βαδίζει στη Μεγάλη Οδό του Πέραν. Το βλέμμα του δεν είναι βιαστικό∙ είναι ένα βλέμμα που αγγίζει κάθε βιτρίνα, κάθε λιθόστρωτο, σαν να θέλει να τα φυλάξει μέσα του για πάντα. Κάθε του βήμα είναι ένα αντίο που δεν ειπώθηκε, μια μνήμη που καταγράφεται στη σιωπή. Γύρω του ο κόσμος κινείται κανονικά, κι όμως εκείνος ξέρει — κάτι τελειώνει.
Στο Τζιχανγκίρι, η Βιολέτα Μοδινού στέκεται πίσω από το παράθυρο. Τα χέρια της ακουμπούν στο ξύλο του πλαισίου, το βλέμμα της καρφωμένο στον δρόμο. Περιμένει. Ένα γράμμα, ένα βήμα, ένα πρόσωπο. Ο χρόνος για εκείνη έχει κολλήσει ανάμεσα σε δύο χτύπους της καρδιάς. Στην καρδιά της καίει μια μικρή φλόγα ελπίδας, κι ας ξέρει ότι ο άνεμος μπορεί να την σβήσει.
Λίγο πιο πέρα, στις όχθες, ο Ντιντιέ Μορέλ κάθεται στο μπαλκόνι του γιαλιού του. Το τετράδιό του είναι ανοιχτό, γεμάτο λέξεις που μπλέκονται με τα σφυρίγματα των πλοίων. Η θάλασσα μπροστά του είναι καθρέφτης και προειδοποίηση μαζί. Παρατηρεί την Πόλη σαν εραστής και σαν ξένος — την αγαπά, αλλά ξέρει πως δεν του ανήκει, όπως δεν ανήκει ποτέ σε κανέναν.
Στα Ταταύλα, η Αιμιλία Αμπατζόγλου μαζεύει τα παιδιά από την αυλή. Τα χαμόγελά τους την κρατούν όρθια, μα στα μάτια της υπάρχει μια σκιά. Δίπλα της, ο πάτερ Χριστόφορος στέκει σιωπηλός. Δεν χρειάζεται λόγια∙ η σιωπή του κουβαλά προσευχές, φόβους και μια αίσθηση πως η γη κάτω από τα πόδια τους έχει αρχίσει να μετακινείται.
Οι μέρες κυλούν, οι ζωές τους πλέκονται χωρίς φανφάρες. Μια καλημέρα στο παζάρι, μια ματιά στον δρόμο, ένα τυχαίο άγγιγμα στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Η Πόλη είναι το κοινό τους σπίτι, η κοινή τους ανάσα.
Και τότε, η νύχτα.
6 Σεπτεμβρίου 1955. Οι σειρήνες δεν τραγουδούν πια για ταξίδια∙ φέρνουν τρόμο. Ο Στέφανος τρέχει, κρατώντας μόνο όσα χωρούν στα χέρια του. Η Βιολέτα σφραγίζει με βιασύνη το μικρό κουτί με τα κειμήλιά της. Ο Ντιντιέ, με το τετράδιο στο χέρι, κοιτάζει την Πόλη που αλλάζει χρώμα μπροστά στα μάτια του. Η Αιμιλία σφίγγει τα παιδιά της, τα χείλη της ψιθυρίζουν λόγια που δεν προλαβαίνουν να γίνουν φωνή. Ο Χριστόφορος υψώνει το βλέμμα στον ουρανό, μα ο θόρυβος καλύπτει ακόμη και τις προσευχές του.
Όταν ο θόρυβος καταλαγιάσει, τίποτα δεν είναι όπως πριν. Σπασμένα τζάμια, καπνός, δρόμοι που δεν αναγνωρίζονται. Μα μέσα στις στάχτες μένει κάτι: οι φωνές τους, η μνήμη τους, η Πόλη όπως την κουβαλούν στην καρδιά τους.
Η Μαίρη Μαγουλά δεν αφηγείται απλώς μια εποχή — σου δίνει να περπατήσεις δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους, να νιώσεις τον φόβο και την τρυφερότητά τους. Η γραφή της κυλά σαν τον Βόσπορο: άλλοτε απαλός ψίθυρος, άλλοτε ορμητικό κύμα που σε παρασύρει. Οι Σειρήνες του Βοσπόρου είναι ένα τραγούδι που δεν σωπαίνει∙ γιατί η μνήμη, όταν την κρατάς ζωντανή, γίνεται η πιο δυνατή αντίσταση απέναντι στη λήθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου