Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

«Δυο καφέδες μέτριοι» Ελένη Μπεντίλα, "ΑΝΕΜΟΣ εκδοτική. Με την ματιά της Εύας Νάτση

 Υπάρχουν βιβλία που τα «πίνεις»—όχι για να ξεδιψάσεις, αλλά για να θυμηθείς. Το «Δυο καφέδες μέτριοι» της Ελένης Μπεντίλα είναι ένα τέτοιο μυθιστόρημα: ζεσταίνει, καίει, γλυκαίνει και στο τέλος αφήνει μια επίγευση ζωής που δεν είναι ποτέ μονόγευστη.

Στον πυρήνα του βρίσκονται η Θοδώρα και η Χρύσα—δυο παιδικές φίλες και κάποτε αντίζηλες—που συναντιούνται τυχαία πάνω σε ένα τουριστικό καράβι στον Βόσπορο. Η εικόνα είναι σχεδόν κινηματογραφική: το νερό κινείται, οι πόλεις αλλάζουν φόντα, κι εκείνες, με δύο «μέτριους» καφέδες κοντά στη γέφυρα του Γαλατά, δοκιμάζουν την πρώτη γουλιά από μια συνομιλία που κάποτε έμεινε στη μέση. Ο καφές λειτουργεί ως τελετουργία συμφιλίωσης· μικρή καθημερινή χειρονομία που σπάει μεγάλα, σιωπηλά τείχη.


Η Μπεντίλα χτίζει την αφήγηση σαν κωμικοτραγικό road movie ανάμεσα σε Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και Αθήνα. Οι πόλεις δεν είναι απλώς σκηνικά· είναι τρεις διαφορετικές σφραγίδες του ίδιου διαβατηρίου: μνήμη, επιθυμία, απολογισμός. Η Θεσσαλονίκη κρατά την υγρασία των νεανικών παρεξηγήσεων, η Πόλη απλώνει τον ορίζοντα της περιπέτειας και της σύμπτωσης, κι η Αθήνα γίνεται το παρόν που ζητά λογαριασμό. Μέσα σε αυτό το τρίγωνο, οι ηρωίδες κινούνται τρία χρόνια—χρόνος αρκετός για να φθαρεί μια άμυνα και να γεννηθεί μια αλήθεια.

Θεματικά, το βιβλίο βουτά σε ό,τι όλοι κουβαλάμε: παιδικά τραύματα που άλλαξαν σχήμα αλλά όχι βάρος, εφηβικούς έρωτες που έμειναν αθεράπευτοι, ζήλιες που δεν ειπώθηκαν, μυστικά που ξίνισαν σαν γάλα στο πίσω ράφι της μνήμης. Η συγγραφέας δεν ωραιοποιεί· επιτρέπει στις ηρωίδες να είναι τρυφερές και σκληρές, γενναίες και φοβισμένες, γελοίες κι αξιοπρεπείς την ίδια στιγμή—όπως είμαστε όλοι όταν προσπαθούμε να αγαπήσουμε χωρίς να πληγώσουμε και χωρίς να πληγωθούμε ξανά.

Αφηγηματικά, η γλώσσα της είναι χαμηλόφωνη αλλά φορτισμένη· οι διάλογοι έχουν τον ρεαλισμό της αμηχανίας—εκείνο το «και τώρα τι λέμε;» που τρυπώνει ανάμεσα σε ανθρώπους που ξέρουν πολλά ο ένας για τον άλλον αλλά δεν ξέρουν πια πώς να τα πουν. Το χιούμορ εμφανίζεται σαν ανασήκωμα φρυδιού πριν από το κλάμα, εξισορροπώντας την ένταση ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να προχωρήσει. Ο ρυθμός υπηρετεί το υλικό: εναλλαγή στιγμών-στιγμιότυπων με μεγαλύτερα τοπία μνήμης, σαν κοντινά και γενικά πλάνα που μοντάρονται προσεκτικά για να μην «σπάσει» η συγκίνηση.

Το «μέτριοι» του τίτλου είναι ειρωνεία και υπόσχεση μαζί. «Μέτριο» δεν είναι τίποτα σε αυτό το βιβλίο: ούτε η φιλία που δοκιμάστηκε, ούτε τα συναισθήματα που ξυπνούν όταν ανοίγεις παλιές πόρτες, ούτε η προσπάθεια δύο ώριμων γυναικών να μιλήσουν με εντιμότητα για όσα κάποτε τις έκαναν αντίπαλες. «Μέτριοι» είναι μόνο οι καφέδες—η αθώα πρόφαση για να καθίσεις απέναντι, να αφήσεις το φλιτζάνι να σου ζεστάνει τα χέρια και να πεις, επιτέλους, αυτά που δεν ειπώθηκαν.

Η πιο όμορφη αρετή του μυθιστορήματος είναι πως αναγνωρίζει τον φόβο. Το να ξαναμιλήσεις με κάποιον που σε πλήγωσε (ή που πλήγωσες) είναι σαν την πρώτη γουλιά από καυτό φλιτζάνι: ξέρεις ότι θα καείς λίγο, κι όμως πίνεις. Αυτό το «μην φοβηθείτε» που ψιθυρίζει το βιβλίο δεν είναι σύνθημα· είναι στάση ζωής. Η συμφιλίωση δεν παρουσιάζεται σαν θαυματουργό φάρμακο, αλλά σαν πορεία: λάθη, σπασμένες προτάσεις, παύσεις, επιστροφές. Κι εκεί, μέσα στην αμηχανία, ανάβει η ανθρώπινη τρυφερότητα.

Για ποιον είναι το «Δυο καφέδες μέτριοι»; Για όποιον έχει έναν άνθρωπο που του λείπει αλλά δεν ξέρει πώς να του το πει. Για όποιον μεγάλωσε και κατάλαβε ότι τα παιδικά μας φαντάσματα δεν φεύγουν με εξορκισμούς αλλά με κουβέντες. Για όποιον πιστεύει πως η φιλία δεν είναι μια ευθεία γραμμή—είναι κύκλος που, αν τον αφήσεις, ξανακλείνει.

Ενα τρυφερό, ρεαλιστικό μυθιστόρημα συμφιλίωσης και ωρίμανσης, με γεύση καφέ και άρωμα θάλασσας. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει· επιλέγει να συγκινήσει. Κι αυτό το πετυχαίνει με ήρεμη σιγουριά. Οι καφέδες μπορεί να είναι «μέτριοι», αλλά η επίγευση που αφήνει το βιβλίο είναι πλούσια—σαν κάτι που άξιζε να το πιεις ως την τελευταία σταγόνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου