Ένα εξαιρετικό
βιβλίο με αναφορές στα μαύρα χρόνια της Ελλάδας,τον Εμφύλιο,
αντικειμενικά, χωρίς να τάσσεται στην μία ή την άλλη πλευρά.
Γράφει στο οπισθόφυλλο:<< Οκτώβρης του 1922 ήταν, όταν ο Βαγγέλης άκουσε τη φράση: «Νά ο πατέρας σου Βαγγελάκη!»
Οκτώβρης του 1923 ήταν, όταν η μάνα του έφερνε στο κόσμο άλλο ένα αγόρι. Οκτώβρης επίσης,
όταν ο τοκογλύφος απειλούσε πως θα τους πετάξει έξω από το σπίτι, φέρνοντας στην καρδιά τους την απελπισία.
Οκτώβρης του 1929, όταν δεν θα μπορούσε να πάει σχολείο, όσο κι αν το λαχταρούσε, αλλά θα τον
πουλούσαν αναγκαστικά σε έναν τσοπάνη στο Καμάρι για τριακόσιες δραχμές τον μήνα, και ένα φόρτωμα σιτάρι… για την επιβίωση...
Οκτώβρης ήταν ο μήνας των μεγάλων δυστυχιών του, μήνας επίφοβος...
Στις είκοσι οκτώ Οκτωβρίου του 1940 στρατολογήθηκε για τον πόλεμο με τους Ιταλούς.
12 Οκτώβρη 1944 έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Μα τότε άρχισε μια νέα περιπέτεια. Τη χαρά της απελευθέρωσης
διαδέχτηκαν νέα δεινά, αδελφικό αιματοκύλισμα, οδυρμός…
Κι όμως, ο Βαγγέλης, στο πρόσωπο της γλυκιάς Αντωνίας θα βρει την ελπίδα και τη συναισθηματική θαλπωρή που πάντα του έλειψε,
θα μάθει να μη φοβάται αυτόν τον πικρό μήνα Οκτώβρη της δύσκολης ζωής του. Η Αντωνία θα τον περάσει
από την πύλη του φόβου, στα λιβάδια της αγάπης, της ελπίδας, της χαράς...>>
Ο Βαγγέλης,ο πρωταγωνιστής αυτής της αληθινής ιστορίας,είναι ένα παιδί που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε πολύ δύσκολα χρόνια και σε μια οικογένεια που οι γονείς είναι πολύ σκληροί άνθρωποι,που δεν ξέρουν τι θα πει να δείχνει ο γονιός τρυφερότητα και αγάπη στο παιδί του.
Διαβάζουμε στην σελίδα 203:<,Να πας ώς την Ασέα φαγητό στη γιαγιά Αναστάσαινα.Άντε να κουνηθείς από δω μέσα.Βρήκαμε τώρα να λέμε πως πενθείς για τη Σοφία.Εκείνη με τους αποθαμένους και εμείς με τους ζωντανούς >>.
<<Έτοιμος ήταν ο Βαγγέλης να της αστράψει ένα φούσκο.Κι ας είχε σέβας στη μάνα.Αυτό όμως δεν το σήκωνε.Αγριεμένος,με σφιγμένες γροθιές,σαγόνι πεταμένο προς τα έξω κρατιόταν να μη σηκώσει χέρι.Η Ανδριανή πρώτη φορά τον πήρε στα σοβαρά και έπαψε να μιλά.Το ύφος του γυιού της δεν προμηνούσε καλό.Το είχε παρατραβήξει.
Ο Βαγγέλης άρπαξε το σακούλι για τη γιαγιά σαν διέξοδο από το αναμενόμενο χτύπημα γυιού προς μάνα.Τον είχε φθάσει στα όριά του.Μάνα ήταν τούτη ή σκύλα;Ακόμη και τη σκύλα έχει δει πολλές φορές να γλείφει τα μωρά της.Να τα κανακεύει.Η δική του ούτε μία φορά.Πάσχιζε να θυμηθεί μια γλυκιά της ματιά.Έναν καλό λόγο.Τίποτε.Όλα στο μηδέν.Τί να κάνουν τα παιδιά αν δεν τα αγαπούν;αναρωτήθηκε.Και αμέσως ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε γιατί ήξερε την απάντηση.Δούλους δεν μπορούσαν να έχουν,είχαν όμως τη δυνατότητα να έχουν παιδιά.
Άνοιγε τα πόδια στον πατέρα;Της άρεσε και εκείνης όλη η διαδικασία;Ή έκαναν παιδιά να έχουν εργατικά χέρια μόλις βγουν από την κούνια και στηθούν στα πόδια τους;Ο καθένας ήξερε τη σειρά του.Το πιο μικρό,αυτό που δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο,είχε ένα καθήκον πολύ σημαντικό.Να βαστά ένα καλάμι και να διώχνει τις κότες να μην πηγαίνουν μέσα στα περβολάρικα.Απορούσε ο Βαγγέλης γιατί δεν έχτιζαν έναν τοίχο ψηλό ώστε να μην μπορούν να πηδήξουν παρά έβαζαν φρουρό ένα τόσο δα μικρό παιδάκι,ίσα που είχε στηθεί στα πόδια του,αρκεί να γίνεται η δουλειά τους!
<<Έχουμε καιρό θαρρείς να ασχοληθούμε με πέτρες;Για δεν μπορεί το μικρό;Τί του είναι δηλαδή;Χάζι κάνει >>,ερχόταν η κοφτή απάντηση της μάνας σαν ρωτούσε.>>
Από μικρό παιδί δούλευε σε βοσκούς και τα χρήματα τα έπαιρναν οι γονείς του.Και σαν να μην έφταναν τα δύσκολα παιδικά χρόνια,μεγαλώνοντας έρχεται και η Κατοχή και η ζωή γίνεται δυσκολότερη.Για να βοηθήσει και αυτός στην απελευθέρωση της πατρίδας πηγαίνει στο βουνό με πολλούς άλλους αγωνιστές.Και αφού καταφέρνουν να διώξουν τον εχθρό ( τους Γερμανούς ) έρχεται μια άλλη κατάρα.Αποφάσησαν οι ξένοι, αφού αυτό τους συνέφερε,να βάλουν τους Έλληνες να φαγωθούν μεταξύ τους,αδελφός εναντίον αδελφού.
Διαβάζουμε στην σελίδα 487:<< Η φτώχεια κάθισε στον σβέρκο τους πιο ξεδιάντροπα από την κατοχή.Τότε είχαν να πολεμήσουν τον εχθρό.Έκαναν κουράγιο.Τώρα για ποιόν αγωνίζονται;Δυστυχώς,άλλοι έγνεθαν τις τύχες τους.Το όνειρο έγινε μαύρο σύννεφο και πλάκωσε τα στήθη του λαού.Πλέον έσβησε κάθε ελπίδα .Κρυστάλλωσαν τα δάκρυα,έμμειναν εκεί στα μάγουλα, διαμάντια πόνου σμιλεμένα.Κουμπώθηκαν τα στόματα να μη μιλάνε παρεκτός για τα βασικά.Φόβος κυριαρχούσε,ακόμη και σε κρυφή ματιά οίκτου σαν έβλεπες ρακένδυτους τους άλλοτε ήρωες,να τους σπρώχνουν χωρίς λόγο,να περπατούν στοιχηδόν όπως όριζαν εκείνοι με τις καμπαρτίνες,τις τραγιάσκες και τα περίστροφα.Τους ήρωες τους βάφτισαν λωποδύτες,αχρείους,εχθρούς του κράτους και τους έσερναν στα ξερονήσια.Δακτυλοδεικτούμενοι και σεσημασμένοι χαρακτηρίστηκαν.>>
Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί,από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα και ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μάθει πολλές αλήθειες από έναν από τους πρωταγωνιστές μιας δύσκολης εποχής,χωρίς πολιτικά τερτίπια,αλλά καταθέτοντας απλά τα γεγονότα.Η γλώσσα απλή κατανοητή και με πολλές εικόνες σαν κινηματογραφική ταινία,που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι συμμετέχεις και συ στα γεγονότα.Η συγγραφέας έχει καταφέρει να περάσει πολλά μηνύματα που νομίζω μας κάνουν να σκεφτούμε.Το κορυφγαίο μήνυμα είναι αυτό που αναφέρει η συγγραφέας στο τέλος:<< Λένε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται.Λέω ότι την Ιστορία τη γράφουμε εμείς οι άνθρωποι με όλα τα βασικά χαρακτηριστικά μας.Μπαμπεσιά....Φόρος τιμής σε αυτούς που πίστεψαν στο όνειρο μιας Ελλάδας.>>
Πιστεύω ότι είναι ένα βιβλίο που αξίζει να υπάρχει σε όλες τις βιβλιοθήκες γιατι αξίζει να μαθαίνουμε Ιστορία για να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη.
Συγχαρητήρια στην συγγραφέα Μαρία Χανιώτου για το εξαιρετικό βιβλίο που έγραψε.
Πάντα επιτυχίες!!!!!!!!!!!
Γράφει στο οπισθόφυλλο:<< Οκτώβρης του 1922 ήταν, όταν ο Βαγγέλης άκουσε τη φράση: «Νά ο πατέρας σου Βαγγελάκη!»
Οκτώβρης του 1923 ήταν, όταν η μάνα του έφερνε στο κόσμο άλλο ένα αγόρι. Οκτώβρης επίσης,
όταν ο τοκογλύφος απειλούσε πως θα τους πετάξει έξω από το σπίτι, φέρνοντας στην καρδιά τους την απελπισία.
Οκτώβρης του 1929, όταν δεν θα μπορούσε να πάει σχολείο, όσο κι αν το λαχταρούσε, αλλά θα τον
πουλούσαν αναγκαστικά σε έναν τσοπάνη στο Καμάρι για τριακόσιες δραχμές τον μήνα, και ένα φόρτωμα σιτάρι… για την επιβίωση...
Οκτώβρης ήταν ο μήνας των μεγάλων δυστυχιών του, μήνας επίφοβος...
Στις είκοσι οκτώ Οκτωβρίου του 1940 στρατολογήθηκε για τον πόλεμο με τους Ιταλούς.
12 Οκτώβρη 1944 έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Μα τότε άρχισε μια νέα περιπέτεια. Τη χαρά της απελευθέρωσης
διαδέχτηκαν νέα δεινά, αδελφικό αιματοκύλισμα, οδυρμός…
Κι όμως, ο Βαγγέλης, στο πρόσωπο της γλυκιάς Αντωνίας θα βρει την ελπίδα και τη συναισθηματική θαλπωρή που πάντα του έλειψε,
θα μάθει να μη φοβάται αυτόν τον πικρό μήνα Οκτώβρη της δύσκολης ζωής του. Η Αντωνία θα τον περάσει
από την πύλη του φόβου, στα λιβάδια της αγάπης, της ελπίδας, της χαράς...>>
Ο Βαγγέλης,ο πρωταγωνιστής αυτής της αληθινής ιστορίας,είναι ένα παιδί που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε πολύ δύσκολα χρόνια και σε μια οικογένεια που οι γονείς είναι πολύ σκληροί άνθρωποι,που δεν ξέρουν τι θα πει να δείχνει ο γονιός τρυφερότητα και αγάπη στο παιδί του.
Διαβάζουμε στην σελίδα 203:<,Να πας ώς την Ασέα φαγητό στη γιαγιά Αναστάσαινα.Άντε να κουνηθείς από δω μέσα.Βρήκαμε τώρα να λέμε πως πενθείς για τη Σοφία.Εκείνη με τους αποθαμένους και εμείς με τους ζωντανούς >>.
<<Έτοιμος ήταν ο Βαγγέλης να της αστράψει ένα φούσκο.Κι ας είχε σέβας στη μάνα.Αυτό όμως δεν το σήκωνε.Αγριεμένος,με σφιγμένες γροθιές,σαγόνι πεταμένο προς τα έξω κρατιόταν να μη σηκώσει χέρι.Η Ανδριανή πρώτη φορά τον πήρε στα σοβαρά και έπαψε να μιλά.Το ύφος του γυιού της δεν προμηνούσε καλό.Το είχε παρατραβήξει.
Ο Βαγγέλης άρπαξε το σακούλι για τη γιαγιά σαν διέξοδο από το αναμενόμενο χτύπημα γυιού προς μάνα.Τον είχε φθάσει στα όριά του.Μάνα ήταν τούτη ή σκύλα;Ακόμη και τη σκύλα έχει δει πολλές φορές να γλείφει τα μωρά της.Να τα κανακεύει.Η δική του ούτε μία φορά.Πάσχιζε να θυμηθεί μια γλυκιά της ματιά.Έναν καλό λόγο.Τίποτε.Όλα στο μηδέν.Τί να κάνουν τα παιδιά αν δεν τα αγαπούν;αναρωτήθηκε.Και αμέσως ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε γιατί ήξερε την απάντηση.Δούλους δεν μπορούσαν να έχουν,είχαν όμως τη δυνατότητα να έχουν παιδιά.
Άνοιγε τα πόδια στον πατέρα;Της άρεσε και εκείνης όλη η διαδικασία;Ή έκαναν παιδιά να έχουν εργατικά χέρια μόλις βγουν από την κούνια και στηθούν στα πόδια τους;Ο καθένας ήξερε τη σειρά του.Το πιο μικρό,αυτό που δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο,είχε ένα καθήκον πολύ σημαντικό.Να βαστά ένα καλάμι και να διώχνει τις κότες να μην πηγαίνουν μέσα στα περβολάρικα.Απορούσε ο Βαγγέλης γιατί δεν έχτιζαν έναν τοίχο ψηλό ώστε να μην μπορούν να πηδήξουν παρά έβαζαν φρουρό ένα τόσο δα μικρό παιδάκι,ίσα που είχε στηθεί στα πόδια του,αρκεί να γίνεται η δουλειά τους!
<<Έχουμε καιρό θαρρείς να ασχοληθούμε με πέτρες;Για δεν μπορεί το μικρό;Τί του είναι δηλαδή;Χάζι κάνει >>,ερχόταν η κοφτή απάντηση της μάνας σαν ρωτούσε.>>
Από μικρό παιδί δούλευε σε βοσκούς και τα χρήματα τα έπαιρναν οι γονείς του.Και σαν να μην έφταναν τα δύσκολα παιδικά χρόνια,μεγαλώνοντας έρχεται και η Κατοχή και η ζωή γίνεται δυσκολότερη.Για να βοηθήσει και αυτός στην απελευθέρωση της πατρίδας πηγαίνει στο βουνό με πολλούς άλλους αγωνιστές.Και αφού καταφέρνουν να διώξουν τον εχθρό ( τους Γερμανούς ) έρχεται μια άλλη κατάρα.Αποφάσησαν οι ξένοι, αφού αυτό τους συνέφερε,να βάλουν τους Έλληνες να φαγωθούν μεταξύ τους,αδελφός εναντίον αδελφού.
Διαβάζουμε στην σελίδα 487:<< Η φτώχεια κάθισε στον σβέρκο τους πιο ξεδιάντροπα από την κατοχή.Τότε είχαν να πολεμήσουν τον εχθρό.Έκαναν κουράγιο.Τώρα για ποιόν αγωνίζονται;Δυστυχώς,άλλοι έγνεθαν τις τύχες τους.Το όνειρο έγινε μαύρο σύννεφο και πλάκωσε τα στήθη του λαού.Πλέον έσβησε κάθε ελπίδα .Κρυστάλλωσαν τα δάκρυα,έμμειναν εκεί στα μάγουλα, διαμάντια πόνου σμιλεμένα.Κουμπώθηκαν τα στόματα να μη μιλάνε παρεκτός για τα βασικά.Φόβος κυριαρχούσε,ακόμη και σε κρυφή ματιά οίκτου σαν έβλεπες ρακένδυτους τους άλλοτε ήρωες,να τους σπρώχνουν χωρίς λόγο,να περπατούν στοιχηδόν όπως όριζαν εκείνοι με τις καμπαρτίνες,τις τραγιάσκες και τα περίστροφα.Τους ήρωες τους βάφτισαν λωποδύτες,αχρείους,εχθρούς του κράτους και τους έσερναν στα ξερονήσια.Δακτυλοδεικτούμενοι και σεσημασμένοι χαρακτηρίστηκαν.>>
Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί,από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα και ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μάθει πολλές αλήθειες από έναν από τους πρωταγωνιστές μιας δύσκολης εποχής,χωρίς πολιτικά τερτίπια,αλλά καταθέτοντας απλά τα γεγονότα.Η γλώσσα απλή κατανοητή και με πολλές εικόνες σαν κινηματογραφική ταινία,που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι συμμετέχεις και συ στα γεγονότα.Η συγγραφέας έχει καταφέρει να περάσει πολλά μηνύματα που νομίζω μας κάνουν να σκεφτούμε.Το κορυφγαίο μήνυμα είναι αυτό που αναφέρει η συγγραφέας στο τέλος:<< Λένε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται.Λέω ότι την Ιστορία τη γράφουμε εμείς οι άνθρωποι με όλα τα βασικά χαρακτηριστικά μας.Μπαμπεσιά....Φόρος τιμής σε αυτούς που πίστεψαν στο όνειρο μιας Ελλάδας.>>
Πιστεύω ότι είναι ένα βιβλίο που αξίζει να υπάρχει σε όλες τις βιβλιοθήκες γιατι αξίζει να μαθαίνουμε Ιστορία για να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη.
Συγχαρητήρια στην συγγραφέα Μαρία Χανιώτου για το εξαιρετικό βιβλίο που έγραψε.
Πάντα επιτυχίες!!!!!!!!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου