Θα ήταν πολύ εύκολο να ξεκινήσω με τον όρο της δυστοπίας για να αρχίσω να «ξεδιπλώνω» την άποψή μου για το βιβλίο του Γιάννη Κυζιρόπουλου, μιας και η ιστορία του θα μπορούσε να περιγράφει μία κοινωνία τρομακτική και ανεπιθύμητη. Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Και ίσως κάποιοι να πουν πως αυτό είναι. Ένα μαύρο κι απελπιστικό μέλλον. Πριν όμως αρχίσει ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται χωροχρονικά την τοποθέτηση της ιστορίας, ταυτόχρονα, ανακαλύπτει πως οι αλληγορικοί σχηματισμοί που φτιάχνει ο συγγραφέας αποκαλύπτουν μία κατάσταση που αναμένεται, και βιώνεται παράλληλα στο σήμερα. Το 2030 δεν απέχει πολύ από το μέλλον και, αν τα δεκάχρονα παιδιά αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα του βιβλίου, δεν θα απέχουν πολύ από αυτό που ζουν οι νέοι των εικοσιπέντε χρόνων τώρα.
Το θέμα; Ένας γενετικά τροποποιημένος σπόρος μονοκαλλιέργειας σιταριού, βάλλεται από ένα ιό. Αποτέλεσμα; Δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο πεθαίνουν από λοιμό. Τα πάντα καταλύονται, επιβιώνουν και ζουν σε μία άλλη συνθήκη μόνο οι εύρωστοι και οικονομικά και κοινωνικά ευνοούμενοι, οι οποίοι συνεχίζουν να ζουν, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθεί να επιβιώσει με μέσα ανύπαρκτα. Η βία δεν έχει όριο πλέον, οι σχέσεις των ανθρώπων δεν υπάρχουν, μιας και στα πλαίσια της ασημαντότητας της ζωής, όλοι βιώνουν την εφήμερη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά τους. Ο Ιάσονας τώρα πρέπει να είναι δεκαέξι χρονών, ενώ στην ιστορία είναι 25 -ή μήπως δεν είναι; Σε μία μάχη με μία συμμορία, που προκύπτει για την εύρεση τροφής, σκοτώνονται όλα τα μέλη της παρέας του και ξεκινάει ένα ταξίδι εκδίκησης και αποκάλυψης γι’ αυτόν, και για τον αναγνώστη.
«Η ζωή ήταν μία απέραντη κοιλάδα δυστυχίας και στεναγμών
και η μόνη ρεαλιστική ελπίδα για μια ύπαρξη, προτιμότερη από τη μη ύπαρξη,
μπορούσε να εναποτεθεί σε μία καθημερινότητα όπου θα κυριαρχούσε η αταραξία».
Η αταραξία, του μέχρι
στιγμής ήρωα, έχει πάρει μορφή θυμού και πόνου εσωτερικά και εξωτερικεύεται με
μία αντικοινωνική διαταραχή. Έλλειψη συναισθημάτων, απάθεια για οτιδήποτε
συμβαίνει, απόλυτη παραίτηση. Στο σώμα του Ιάσονα, ο εαυτός του είναι ξενιστής.
Αμύνεται με όπλο μία διαλογική επικοινωνία με τις σκέψεις του που τον θυμόμουν
περισσότερο και του προκαλούν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Ο «Ρομπέν των
Δασών» που κυριαρχεί στο μυαλό του αντίκειται με τις πράξεις του. Είναι ένας
άνθρωπος σαν και αυτόν που κάποτε περιέγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις: «Από την
ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά
στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί
συνήθισε να φοβάται». Κατηγορεί τη βία και την προκλητική ζωή των λίγων, ατσαλώνεται
με ορμή και αντίδραση, όταν βλέπει την πείνα, την εξαπάτηση, την εκμετάλλευση
και την παράνοια της κοινωνίας, αλλά δεν του φαίνονται περίεργα, οι δράσεις του
έχουν ύφος σοφού γέροντα που τα κοιτάζει από το καφενείο, πίνοντας ένα μπουκάλι
ρετσίνα. Βλέπει ανθρώπους να πεθαίνουν μπροστά του και περνάει ατάραχος εμπρός
από το θέαμα. Κάνει έρωτα και προσπαθεί να εκλογικεύσει την πράξη. Γνωρίζει
πολύ καλά γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, αλλά επιβιώνει, με όποιον τρόπο νομίζει
(δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι αυτό, εμένα ναι).
Όταν
θα βρεθούν μπροστά του τυχαία, όπως ο ίδιος νομίζει, ο Παύλος και η Μαριάννα,
όλα θα πάρουν μία άλλη μορφή στη ζωή του και θα αρχίζει να εξωτερικεύεται το
πρόσωπο του ήρωα. Από εκείνο το σημείο, η εξέλιξη της ιστορίας παίρνει άλλες
διαστάσεις, οι ρόλοι μπλέκονται και αρχίζει να δημιουργείται μία ιστορία που
έχει μεταφυσικές και άκρως γοητευτικές διαστάσεις. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω
περισσότερα ως προς αυτό. Μπορώ όμως να επισημάνω μία σκέψη του ίδιου του
Ιάσονα που εμπεριέχει το νόημα του δεύτερου μέρους του βιβλίου: «Η απώλεια
και ο έρωτας είναι δύο έννοιες συνυφασμένες με την ανθρώπινη ύπαρξη», θα
επισημάνω, με την αιώνια ύπαρξη…
Η
Γη της Αιώνιας Θλίψης είναι μία ιστορία που θα με απασχολεί για πολύ καιρό
ακόμα, θα μου δίνει έναυσμα για να σκεφτώ το παρόν και όχι το μέλλον που, έτσι
κι αλλιώς, είναι άγνωστο. Οι αναφορές ενός νέου ηλικιακά συγγραφέα στη
συμπεριφορά και στη σκέψη των σημερινών τριαντάρηδων είναι εξαιρετικά
λεπτομερείς και ίσως θα αποτελούσε έναν οδηγό κοινωνιολόγων και ψυχολόγων για
να αντιληφθούν τη σημερινή πραγματικότητα που βιώνει αυτή η κοινωνική ομάδα. Το
μοντέλο ανθρώπων που περιγράφει δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να περιμένουμε με
φόβο πως πλησιάζει, είναι ήδη παρών. Ο κανιβαλισμός, που κάποια στιγμή
εμφανίζεται στην ιστορία, μπορεί να αποτελεί μία φρικτή αλήθεια για τα δεδομένα
μίας κοινωνίας σε κατάσταση λοιμού, αλλά αποτελεί κι ένα συμβολισμό του
σύγχρονου κόσμου. Ο ένας τρώει τις σάρκες του άλλου, χωρίς αιδώ ή παραπάνω
σκέψη. Θέματα που αφορούν τους σημερινούς ανθρώπους θίγονται με τρόπο
τρομακτικά ρεαλιστικό, και θα μπορούσαν να είναι σημάδια αφύπνισης (
τηλεπερσόνες με ψεύτικες ζωές, λάμψη και χλιδή που κερδίζεται με τρόπο ανήθικο,
τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που χτίζουν εσκεμμένα μία νέα γενιά ανθρώπων που η
ζωή τους έχει υπόσταση μόνο μέσω διαδικτύου, μισθοί που αναπαράγουν τη
μελαγχολία και την παραίτηση, δημοσιογράφοι, εφημερίδες, όμιλοι ειδησεογραφικοί
που αναπαράγουν ειδήσεις κατασκευασμένες και ψεύτικες. Συμμορίες που δρουν
σκοτεινά απέναντι σε κάθε ανυποψίαστο κορίτσι ή νέο, εκφοβισμός, πλήρης αταξία,
βία και φόβος που κινούνται παράλληλα με κάθε πολίτη ανεξέλεγκτα, με μία
μοιραλατρία, ως προς τη λύση του δεδομένα ανέφικτου και μόνη αντίδραση από το
μέσο που καθένας θεωρεί ελεύθερο, το διαδίκτυο).
Το
περιβάλλον που διαδραματίζεται η ιστορία είναι σκοτεινό, χαώδες, χωρίς χρώματα.
Το μόνο χρώμα που αναφέρεται συχνά είναι τα μαύρα μπλουζάκια του Ιάσονα, με μία
σκοπιμότητα εμφανή, όπως και το κόκκινο στραπατσαρισμένο Yugo που
συνειρμικά παραπέμπει σε αίμα. Βρίσκω μία συνάφεια και μία επίδραση με τον
Πύργο του Κάφκα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, Οι δύο ήρωες, ο Ιάσονας και ο Παύλος
παίρνουν τη μορφή του Κ και του Κλαμ
αντίστοιχα, μέσα στην έπαυλη του δεύτερου. Οι συζητήσεις τους είναι μία
αντανάκλαση, μία μέθοδος αναγνώρισης. Ο Ιάσονας μπαίνει σε μία σπείρα
ανακάλυψης και ελευθερώνεται από τα δεσμά της απάθειας. Παίρνει μορφή και
οντότητα, αποφασίζει και αναπνέει. Η έπαυλη είναι ένας Πύργος που εκλογικεύει
το παράλογο. Ο Ιάσονας, ενώ το αντιλαμβάνεται εξ αρχής, σιγά σιγά γίνεται ένα
με αυτή την κατάσταση, ενσωματώνεται με τρόπο θεαματικό σε αυτό το μοντέλο με
όρους κανονικότητας. Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο του Γιάννη Κυζιρόπουλου
είναι ένα απαιτητικό ανάγνωσμα. Αν και φαίνεται πως περιγράφει ένα βασανιστικό
και αποτρόπαιο μέλλον, στην πραγματικότητα δημιουργεί τις κατάλληλες
προϋποθέσεις για να επανασυνδεθεί ο κάθε αναγνώστης με τον εαυτό του και να
επαναπροσδιορίσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα ερεθίσματα και τα μηνύματα
που παίρνει καθημερινά από παντού. Είναι ένα ταξίδι εσωτερικότητας που νομίζω
πως όλοι πρέπει να κάνουμε στη συγκυρία που βιώνουμε. Οι δε πρωτότυπες
μεταφυσικές αναφορές είναι εξαιρετικά ευρηματικές, αφού δημιουργούν ένα
εξαιρετικά έξυπνο μέσο για να γεφυρώσει το παρελθόν με το παρόν της ιστορίας
και να κάνει αναφορά σε σημαντικά θέματα ιδεολογίας και τρόπου που αντιμετωπίζει
ο σύγχρονος άνθρωπος ζητήματα που αφορούν το παρελθόν και τις ιστορικές στιγμές
που βίωσε ο τόπος. Παράλληλα είναι ένα δικαιολογητικό μέσο για να εξηγήσει
λογοτεχνικά τη μεταστροφή, σχεδόν μετάλλαξη του απαθούς και άνευρου Ιάσονα.
Είναι
μία παρτίδα σκάκι. Στην πρώτη περίοδο οι κινήσεις είναι εξαναγκαστικές,
«Τσούγκσβανγκ », όπως λέει και ο ήρωας· κατά συνέπεια κακές και αψυχολόγητες.
Το φινάλε όμως, η τελευταία φάση της παρτίδας,
δε συγχωρεί τα λάθη, οι κινήσεις όλες γίνονται για κάποιο λόγο.
Είμαι
ενθουσιασμένη με αυτή την ιστορία, όχι μόνο για την ευρηματική της δομή, αλλά
και για την εξαιρετική της προσέγγιση και εξέλιξη. Πραγματικά μπράβο, με όλη
μου την καρδιά! Σας συστήνω χωρίς καμία
επιφύλαξη, μάλλον με διάθεση παρότρυνσης, να το διαβάσετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου